Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Το μέλλον των εντύπων ΜΜΕ την εποχή της ηγεμονίας του Διαδικτύου

ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ - Τεύχος 05/12/2008

ΦωτογραφίαΕρίκ Φοτορινό
Διευθυντής της Εφημερίδας «Le Monde»
Η προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος είναι για τον δημοσιογράφο και πολύ περισσότερο για τον διευθυντή μιας εφημερίδας τόσο επικίνδυνη όσο και απαραίτητη. «Οποιος ζει από τη γυάλινη σφαίρα κινδυνεύει από το σπάσιμο της σφαίρας» προειδοποιεί μια κινεζική παροιμία. Είναι ωστόσο χρήσιμο να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε το μέλλον των έντυπων εφημερίδων στην εποχή του Διαδικτύου όπου οι εικόνες ανταγωνίζονται με σφοδρότητα τον γραπτό λόγο. Η άσκηση αυτή είναι σήμερα όσο τίποτε άλλο ερεθιστική για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, τη Μέκκα της καινοτομίας ήδη από τον 20ό αιώνα. Κανείς λοιπόν δεν φαίνεται να έχει εφεύρει το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που θα μας επιτρέψει να πούμε ότι τα μέσα ενημέρωσης, μέσα άμεσης ενημέρωσης (ραδιόφωνο και τηλεόραση), ημερήσιες εφημερίδες και ηλεκτρονικά μέσα μπορούν να «συγκατοικήσουν» χωρίς να υπάρξουν στο τέλος θύματα.
Με άλλα λόγια, το σύνολο των τεχνικών και τεχνολογικών εξελίξεων και επιπροσθέτως η εξέλιξη του τρόπου κατανάλωσης της δημόσιας ενημέρωσης, μας φέρνει στο επίκεντρο μιας χωρίς προηγούμενο επανάστασης στον χώρο των επαγγελμάτων μας. Αυτοί που θα επιβιώσουν, αυτοί που θα καταφέρουν να έχουν διάρκεια μέσα σε αυτό το σκληρό επάγγελμα, είναι όσοι θα καταφέρουν να μείνουν ανοιχτοί σε νέες ιδέες χωρίς όμως να απαρνηθούν την ταυτότητά τους. Το απόφθεγμα του Τζιουζέπε Λαμπεντούσα «να αλλάξουμε τα πάντα για να μην αλλάξει τίποτε»- στο περίφημο έργο του «Γατόπαρδος»- είναι επίκαιρο όσο ποτέ για τον έντυπο ημερήσιο Τύπο, στον οποίο συγκαταλέγεται και η εφημερίδα «Le Μonde», που κοσμεί τον Τύπο από το 1944. Ενας αειθαλής εξηντάρης που ανανεώθηκε εκ βάθρων το 2005, μια εφημερίδα που έχω την τιμή να διευθύνω και η οποία χρωστάει τη σωτηρία της αποκλειστικά στην προσπάθεια της εκδοτικής ανανέωσης που στηρίχθηκε στην εξής διαπίστωση: στην εποχή του Διαδικτύου η αποστολή μιας καθημερινής εφημερίδας δεν μπορεί να συνίσταται πλέον στη μετάδοση πληροφοριών της προηγούμενης ημέρας, τις οποίες υποτίθεται ότι μαθαίνουν οι αναγνώστες από τις στήλες της. Οι ηλεκτρονικές ιστοσελίδες ενημέρωσης παρέχουν συνεχή πληροφόρηση, διαθέτοντας αμέτρητες πηγές, με την ταχύτητα του ψηφιακού σήματος. Μια εφημερίδα που «κλείνει» την έκδοσή της μία φορά την ημέρα, για να είμαστε ακριβείς μία φορά το 24ωρο, δεν μπορεί να πολεμήσει επί ίσοις όροις στη μάχη της «καυτής» ενημέρωσης τη στιγμή που ανταγωνίζεται με τα «στιγμιαία» μέσα ενημέρωσης τα οποία δεν κλείνουν ποτέ καθώς τροφοδοτούνται αενάως!
Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με διαφορετική ματιά τον έντυπο Τύπο. Ο ρόλος του θα πρέπει να είναι στο εξής συμπληρωματικός ως προς τις ιστοσελίδες του Διαδικτύου τις οποίες θα πρέπει, εκτός των άλλων, να αναπτύξει προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει σε αυτό το περιβάλλον. Μέσα σε έναν κόσμο, δηλαδή, απαλλαγμένο από το βάρος των βιομηχανιών εκτύπωσης και από το χαρτί, από τις διαφορετικές ζώνες της ώρας, από τα γεωγραφικά και τα εμπορικά σύνορα.
Η στρατηγική αυτή φέρει ένα όνομα: διαφοροποίηση. Πριν από λίγα χρόνια η εταιρεία κατασκευής υπολογιστών Αpple χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ένα σύνθημα το οποίο περιέκλειε ολόκληρη τη φιλοσοφία της θέσης στο πλαίσιο του ανταγωνισμού. Το σύνθημα ήταν: «σκέψου διαφορετικά». Εκεί όπου όλοι οι ανταγωνιστές της πουλούσαν τεχνολογία, ισχύ και ταχύτητα, η Αpple έριχνε το βάρος στον σχεδιασμό των υπολογιστών της θέλοντας να δείξει ότι αυτοί αποτελούσαν, εκτός των άλλων, σύμβολα ενός νέου ευχάριστου και καλαίσθητου τρόπου ζωής. Στην εφημερίδα μας προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε και εμείς αυτό το πνεύμα της διαφοροποίησης.
Πιστεύουμε στον γραπτό λόγο που φτάνει πιο μακριά και πιο βαθιά στην ουσία των πραγμάτων καθώς είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει (στον αποδέκτη του) πιο γρήγορα από όσο φτάνει η ψηφιακή μουσική.
Σε τι όμως ακριβώς συνίσταται αυτό το νέο πνεύμα διαφοροποίησης; Πρέπει στο εξής να θεωρούμε το χαρτί ένα υλικό πολυτελείας, σπάνιο και ακριβό πάνω στο οποίο θα τυπώνουμε μόνον ό,τι παράγει προστιθέμενη αξία και τίποτε άλλο. Αυτό που κάνει το Διαδίκτυο είναι να ανταποκρίνεται στην πολιτική της ζήτησης: πληκτρολογούμε μια λέξη και αμέσως εμφανίζεται στην οθόνη μας ένας χείμαρρος πληροφοριών. Ο έντυπος Τύπος βρίσκεται στον αντίποδα, στη λογική της προσφοράς.
Παρατηρώντας ότι το δωρεάν «διαδικτυακό μοντέλο» τείνει να υπερκεράσει το επί πληρωμή «έντυπο μοντέλο», αναρωτιόμαστε, εύλογα, πώς θα μπορέσουν στο εξής οι εφημερίδες μας να είναι κερδοφόρες χωρίς να εξαρτώνται από την κρατική χρηματοδότηση.
Ο αναγνώστης πηγαίνοντας στο περίπτερο δεν γνωρίζει τι ακριβώς θα βρει μέσα στις σελίδες της εφημερίδας που θα αγοράσει. Εναπόκειται σε εμάς, όλους όσοι εργαζόμαστε στον χώρο της πληροφόρησης, να «σκηνοθετήσουμε» κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο το έντυπο αναμειγνύοντας την ουσία της σημαντικής πληροφορίας με την αυθεντικότητα της επεξεργασίας της. Μέσα από ενδελεχείς, διεξοδικά τεκμηριωμένες αναλύσεις, μέσα από μια πρωτότυπη ματιά και με μια σελιδοποίηση γεμάτη δυναμισμό και ευρηματικότητα που θα αιχμαλωτίζει την προσοχή του αναγνώστη. Η πρόκληση έγκειται στον ιδανικό συνδυασμό ουσίας και μορφής καθώς είναι γνωστό ότι η μορφή δεν είναι παρά η ουσία που βγαίνει στην επιφάνεια.
Διαφοροποίηση σημαίνει να κάνουμε τον αγοραστή της εφημερίδας να καταλαβαίνει τα γεγονότα, να του δίνουμε διαρκώς τις απαραίτητες εξηγήσεις και να σεβόμαστε τους δικούς του ρυθμούς ανάγνωσης. Οι περισσότεροι από αυτούς, αν όχι όλοι, «βομβαρδίζονται» καθημερινά από δεκάδες Μέσα που παρέχουν πληροφορίες. Το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους προσφέρουμε σε καθημερινή βάση μια εφημερίδα της οποίας το περιεχόμενο θα γνωρίζουν εκ των προτέρων. Κάτι τέτοιο θα τους ωθούσε ακόμη περισσότερο να αναζητούν την πληροφόρηση ανάμεσα στα τηλεοπτικά κανάλια και να θεωρούν την ανάγνωση του Τύπου περιττή- καθώς παρέχεται έναντι αντιτίμου, ενίοτε δε υψηλού- και παντελώς αδιάφορη. Οταν την ίδια στιγμή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ανθεί ένας ποιοτικός Τύπος που διανέμεται δωρεάν, ενώ το Διαδίκτυο εξαπλώνεται παντού, με όλο και περισσότερα νοικοκυριά να εξοπλίζονται με συνδέσεις υψηλής ταχύτητας, προσφέροντας μάλιστα συνήθως δωρεάν πρόσβαση σε ιστοσελίδες.
Ωστόσο πρέπει να μείνουμε μακριά από απλοϊκές, αν όχι απλουστευτικές, ιδέες που θα μας οδηγούσαν σε σκέψεις όπως: αφού το Διαδίκτυο προσφέρει σύντομα κείμενα, τα δικά μας ας είναι μακροσκελή· το Διαδίκτυο προσφέρει εικόνες, φωτογραφίες και βίντεο, εμείς ας υιοθετήσουμε ένα λιτό ύφος χωρίς εικονογράφηση κτλ. Η περιπλοκότητα της σημερινής κατάστασης μάς υποχρεώνει να προσανατολιστούμε σε μια «συμπληρωματικότητα» μεταξύ της έντυπης εφημερίδας και της ψηφιακής ιστοσελίδας. Να παραπέμπουμε, δηλαδή, από την ιστοσελίδα στο χαρτί και από το χαρτί στην ιστοσελίδα, «δίνοντας ραντεβού» με τους αναγνώστες μας τόσο στις οθόνες όσο και στο χαρτί. Για παράδειγμα, το άρθρο της εφημερίδας θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικτυακές παραπομπές (links) οι οποίοι με τη χρήση των πολυμέσων θα είναι πολύ πιο πλούσιες σε υλικό.
Αντιστοίχως μια διαδικτυακή συζήτηση (chat) θα πρέπει να παραπέμπει σε άλλες πιο ενημερωμένες αναλύσεις στην έντυπη έκδοση. Αυτή η ιδιοφυής συνέργεια μεταξύ δύο Μέσων επιτρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω δύο ξεχωριστοί κλάδοι που συστεγάζονται κάτω από το ίδιο εμπορικό σήμα. Αυτό ακριβώς γίνεται και με τις δύο «εκδοχές» της εφημερίδας «Le Μonde», την έντυπη και την ηλεκτρονική ( www. lemonde.fr ), τις οποίες συνεχίζουμε να φέρνουμε όλο και πιο κοντά, διατηρώντας όμως τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε έκδοσης με την ύπαρξη ξεχωριστών συντακτικών ομάδων που συνεργάζονται στενά μεταξύ τους. Δεν χρειάζεται ούτε να ορθώσουμε «σινικό τείχος» (μεταξύ των δύο Μέσων), ούτε όμως και να τα συνενώσουμε απόλυτα. Δεν πρόκειται να λειτουργήσει σωστά κάτι αν δεν το βάλεις πρώτα σε λειτουργία.
Μένει να λυθεί το οικονομικό ζήτημα, για να μην πω το αίνιγμα. Ολοι το ξέρουν πως το ψηφιακό μοντέλο είναι μια επένδυση χαμηλού κόστους η οποία απαιτεί λίγα και αποφέρει πολλά. Μια σελίδα διαφήμισης στο Διαδίκτυο κοστίζει οκτώ ως και δέκα φορές φθηνότερα από μια ολοσέλιδη καταχώριση στην εφημερίδα. Με αυτά τα δεδομένα και παρατηρώντας ότι το δωρεάν «διαδικτυακό μοντέλο» τείνει να υπερκεράσει το επί πληρωμή «έντυπο μοντέλο», αναρωτιόμαστε, εύλογα, πώς θα μπορέσουν στο εξής οι εφημερίδες μας να είναι κερδοφόρες χωρίς να εξαρτώνται από την κρατική χρηματοδότηση. Μια κατάσταση που δεν είναι ποτέ επ΄ ωφελεία της ελευθερίας του Τύπου. Αυτό που απαιτείται συμπυκνώνεται σε μία ή μάλλον δύο λέξεις: ποιότητα και επαγρύπνηση, έτσι ώστε η θαυμάσια αποστολή του Τύπου, να κάνει δηλαδή τη δημοκρατία πιο ζωντανή και πιο «ανάλαφρη», να μην ισοπεδωθεί κάτω από ένα τεχνολογικό πρότυπο που σκοπό έχει τελικά να μας απελευθερώσει. *

Δεν υπάρχουν σχόλια: