Πολύ πρόσφατα ο πρωθυπουργός προσπάθησε να ορίσει το νέο πολιτικό-εκλογικό δίλημμα για τη χώρα ως εξής: υπευθυνότητα ή λαϊκισμός; Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ούτε ελληνική πρωτοτυπία (κι άλλες φορές στο παρελθόν έχουμε βρεθεί ενώπιον παρόμοιων διλημμάτων, όπως ας πούμε «εκσυγχρονισμός ή λαϊκισμός», όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και αλλού).
Ο λαϊκισμός είναι μία καταρχήν επιστημονική έννοια, που κάποτε απέκτησε ιδιαίτερη δημοφιλία και έκτοτε υποφέρει ακριβώς γι’ αυτό. Η κατάχρησή της μέσα στο πεδίο της πολιτικής πολεμικής οδήγησε στο να βαφτίζονται όλα, ή τέλος πάντων πολλά, «λαϊκισμός», και να καταγγέλλονται ως εκ τούτου μετά βδελυγμίας, έτσι που εξανεμίστηκε κάθε μέριμνα αυστηρής και πειθαρχημένης πραγμάτευσης του λαϊκισμού. Η έννοια, κορεσμένη από άπειρες σημασιοδοτήσεις, φορτωμένη με αμέτρητα νοήματα, έχασε τελικά κάθε νόημα. Και, άδεια πια από περιεχόμενο, έγινε πρόσφορη για κάθε τύπου ιδεολογική χρήση.
Το τρέχον τεύχος του περιοδικού Νέα Εστία συμβάλλει στην (αναγκαία) συζήτηση περί λαϊκισμού με τον πιο κατάλληλο τρόπο: επιστημονικά, συγκεκριμένα, εύστοχα. Διότι περιλαμβάνει τρία εκτενή κείμενα (συνολικά εκατό σελίδων) για τον λαϊκισμό, του Γάλλου φιλοσόφου, πολιτολόγου και ιστορικού των ιδεών Πιερ-Αντρέ Ταγγυέφ («Ο λαϊκισμός και η πολιτική επιστήμη», «Ο λαϊκισμός στην Ευρώπη», «Η περίπτωση Σεγκολέν Ρουαγιάλ: στο μεταίχμιο λαϊκισμού και δημαγωγίας»), καλύπτοντας έτσι ένα μεγάλο κενό στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, που δεν έχει να επιδείξει παρά ελάχιστες μεταφράσεις σημαντικών σχετικών κειμένων.
Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται στα ελληνικά τμήμα από τις επεξεργασίες του Γάλλου θεωρητικού σχετικά με το σύνθετο, πολύσημο και αμφιλεγόμενο λαϊκιστικό φαινόμενο. Επεξεργασίες πρωτοποριακές, καθόσον ο Ταγγυέφ, μπροστά στον υπερκορεσμό νοημάτων και σημασιών, επιχειρεί να σκεφτεί τον λαϊκισμό όχι κατασκευάζοντας ένα θεωρητικό μοντέλο που αναζητά την κοινή ουσία του φαινομένου πέρα από τις ιστορικές και πολιτισμικές εμφανίσεις του, αλλά με μια μέθοδο περιγραφική, συγκριτική και πλουραλιστική, που προσεγγίζει το λαϊκιστικό φαινόμενο μέσα από τις διαφορές και τις διαφορετικές εκφάνσεις του.
Επιδιώκοντας, λοιπόν, να θέσει τις προϋποθέσεις μιας αυστηρής χρήσης του όρου, ο Ταγγυέφ ιστορικοποιεί τις εκδηλώσεις του λαϊκιστικού φαινομένου, προσπαθώντας να θεμελιώσει έναν «μίνιμουμ ορισμό» του λαϊκισμού: ως συγκεκριμένο τύπο κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης, που δεν ενσαρκώνεται σε έναν ορισμένο τύπο πολιτικού καθεστώτος ούτε σε προσδιορισμένα ιδεολογικά περιεχόμενα, αλλά που συνιστά μάλλον ένα «πολιτικό ύφος» ικανό να συγκολλάται σε διάφορους ιδεολογικούς τόπους.
Εδώ, ο λαϊκισμός είναι αδιαχώριστος από μια κυριαρχική αναφορά στον «λαό», ένα «ρητορικό ύφος» βασισμένο σε μια κλήση (appel) του λαού, και δη ενός λαού ρηματικά κατασκευασμένου, πέραν των κοινωνικών τάξεων και των ταξικών διαιρέσεων. Αυτή η κλήση υποστυλώνεται από έναν λόγο κινητοποιητικό και πολεμικό, που τρέφει το κοινωνικο-πολιτικό φαντασιακό με εξαιρετική αποτελεσματικότητα.
Ο Ταγγυέφ εντοπίζει την υψηλή συμβατότητα του λαϊκιστικού ύφους με κάθε ιδεολογία, με κάθε πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα, με κάθε τύπο καθεστώτος, με κάθε κοινωνική βάση. Στον σκληρό πυρήνα του λαϊκισμού βρίσκεται εγκαθιδρυμένη μια πολιτική ψυχολογία εναντίωσης. Αρχετυπικό είναι το σχήμα «λαός» ενάντια στην «εξουσία», που του επιτρέπει να εμφανίζεται όχι ως ιδεολογία αλλά ως ένας «αντι-ισμός» με ποικίλες ιστορικές εκδοχές: αντι-καπιταλιστικός λαϊκισμός, αντι-ιμπεριαλιστικός, αντι-κατεστημένος, αντι-σημιτικός, ξενοφοβικός κ.λπ.
Το λαϊκιστικό ύφος καθορίζεται όχι από μια κοινή ουσία αλλά από μια κοινή ρητορική: αντι-ελιτισμός, αντι-διανοουμενισμός, εξύψωση του «λαού», πάθος για τους «απλούς ανθρώπους», τους τίμιους και «υγιείς». Ταυτόχρονα με ένα στοιχείο που -αντίθετα από πολύπλοκες διανοητικές συνθέσεις που πάντα χρειάζονται επεξηγήσεις- προσδίδει στις φαντασιακές κατασκευές του λαϊκισμού τη δυναμική και τη γοητεία τους: πρόκειται για ένα ισχυρό μήνυμα που απορρίπτει κάθε είδους διαμεσολαβήσεις ως άχρηστες, επιφανειακές, επιβλαβείς και καταπιεστικές, ενώ αντιτάσσει, υπερθεματίζοντας, «όνειρα αμεσότητας, εγγύτητας, άμεσης επαφής, διαφάνειας ή επιστροφής στο αυθεντικό, στο πρωταρχικό, στο φυσικό».
Φορέας, πομπός και αυθεντικός εκφραστής αυτού του μυθικού μηνύματος είναι συνήθως ένας χαρισματικός ηγέτης, ένας δημαγωγός. Ο λόγος του χαρισματικού ηγέτη διαθέτει μια εξαιρετική συμβολική αποτελεσματικότητα, εγκαθιδρύοντας μια συγκινησιακή κοινότητα μεταξύ του ηγέτη και του ακροατηρίου του, μέσα από υπεραπλουστευτικά σχήματα, μανιχαϊκού τύπου αναπαραστάσεις του κοινωνικού και του πολιτικού, δαιμονοποίηση και καταγγελία του εχθρού, γοητεία, στόχευση στα συναισθήματα, τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις του «λαού», κολακεία του ακροατηρίου και αφειδώλευτη προσφορά υποσχέσεων (εκπληρώσιμων ή μη, αδιάφορο). Τέλος, συνθήκη και όρος ανάδυσης του λαϊκισμού είναι μια κρίση της πολιτικής νομιμοποίησης που πλήττει συνολικά το σύστημα αντιπροσώπευσης. Ο λαϊκισμός εμφανίζεται ως αντι-κατεστημένη δυναμική, που καταγγέλλει τη σαθρότητα του πολιτικού, θεσμικού και κομματικού συστήματος, τρέφοντας λαϊκές προσδοκίες για μια αναβάπτιση της πολιτικής.
Έτσι ο «λαός» αποκτά μια διάσταση διαμαρτυρίας (λαός-δήμος ενάντια στις ελίτ, οι «μικροί» ενάντια στους «μεγάλους», οι «από κάτω» ενάντια στους «από πάνω») αλλά και μια διάσταση ταυτότητας (λαός-εθνότητα ενάντια στους ξένους, ο «αυθεντικός λαός», οι «από εδώ», οι «από μέσα», ενάντια στους «ξένους», στους «έξω», στους «απέναντι»).
Περιττεύει, ίσως, να επισημάνουμε ότι τα κείμενα που παρουσιάζονται στη Νέα Εστία αφορούν όχι μόνο όσους προσπαθούν να δουν με όρους επιστημονικούς και αυστηρούς το λαϊκιστικό φαινόμενο, αλλά και όλους εκείνους που θέλουν να σκεφτούν κριτικά τον λαϊκισμό, τόσο σε σχέση με τις ιδεολογικές και πολιτικές του χρήσεις, όσο και σε σχέση με τη δική τους (αριστερή) πολιτική πρακτική και αντίληψη.
Γιάννης Μπαλαμπανίδης
Ανδρέας Πανταζόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου