Της Μικέλας Χαρτουλάρη, ΤΑ ΝΕΑ: Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008
«Ο ρόλος της Ιστορίας και του ιστορικού είναι η διαμόρφωση κοινωνικών συνειδήσεων». Μ΄ αυτά τα λόγια ο καθηγητής Βασίλης Κρεμμυδάς έδωσε το στίγμα ενός επίκαιρου συμποσίου για το πώς γράφεται η Ιστορία, από ποιον και για ποιον
Σε τούτες τις ταραγμένες μέρες, μέρες κοινωνικών εξεγέρσεων, ένα ερώτημα για τον ρόλο του ιστορικού γίνεται οξύτερο και μας αφορά όλους. Σ΄ αυτό συμφώνησαν δώδεκα εκλεκτοί ιστορικοί της παλαιότερης και της νεώτερης γενιάς από την «κοινωνική σχολή» αλλά και οι πανεπιστημιακοί καθηγητές ή δάσκαλοι στο συμπόσιο της «Εταιρείας Σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας της Σχολής Μωραΐτη» (12,13/12). Ένα συμπόσιο που θέλησε να κοιτάξει κάτω από την κορυφή του παγόβουνου, κάτω από την υπόθεση του βιβλίου της ΣΤ΄ Δημοτικού, κάτω και από την αντιπαράθεση των ιστοριογραφικών σχολών (δεν εκπροσωπούνταν άλλωστε ούτε οι ακραιφνώς μεταμοντέρνοι, ούτε οι νεο-συντηρητικοί ούτε οι πολιτικοί επιστήμονες), προκειμένου να εισαγάγει έναν ουσιαστικό προβληματισμό.«Σήμερα, στη φάση της παγκοσμιοποίησης, η ιστοριογραφία μοιάζει να έχει έναν νέο προορισμό», σημείωσε ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, που είχε διευθύνει την δεκάτομη Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (Εκδ. ΤΑ ΝΕΑ/ Ελληνικά Γράμματα). «Είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όχι όμως αυτά των Διακηρύξεων, αλλά εκείνα που αναπτύσσονται στις νέες συνθήκες όπως το δικαίωμα του επιχειρείν ή το δικαίωμα της άρσης των εθνικών- κοινωνικών φραγμών. Ωστόσο η Ιστορία που προκύπτει έτσι, είναι μια υποκριτική Ιστορία». Μια Ιστορία νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, όπως εξήγησε, που έχει ως (αφανή) στόχο να καταπολεμηθεί τόσο η εθνική όσο και η κοινωνική Ιστορία (σ.σ.: οι κυρίαρχες κατευθύνσεις δηλαδή της νεώτερης και σύγχρονης ιστοριογραφίας) ώστε να υποβαθμιστεί εν τέλει, και να απαξιωθεί το ίδιο το αντικείμενο αυτών των ιστοριών: τα έθνη δηλαδή και τα κοινωνικά φαινόμενα. Αναπτύσσεται όμως άλλη μια διαφορετική τάση η οποία αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την ιστοριογραφία που αναφέρεται στο έθνος-κράτος είναι η λεγόμενη «υπερεθνική ιστορία» (τοπική, περιφερειακή, συγκριτική, μετα-αποικιακή, Ιστορία του φύλου κ.ά.). Είναι η Ιστορία που θέλει να υπερβεί τον εθνοκεντρισμό και η οποία αναπτύσσεται επειδή αυξάνεται η πολυπολιτισμικότητα των σύγχρονων κοινωνιών, επειδή αναπτύσσονται νέες συλλογικότητες μέσα από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, επειδή γεννιούνται υπερεθνικοί θεσμοί και διεθνοποιείται η ιστορική έρευνα, επειδή η μεταμοντέρνα κριτική καταξιώνει τον κατακερματισμό του εκάστοτε αντικειμένου κ.λπ. Την παρουσίασε η Χριστίνα Κουλούρη που επιμελήθηκε το τετράτομο βοηθητικό εκπαιδευτικό έργο για τη διδασκαλία της Βαλκανικής Ιστορίας στις χώρες της περιοχής.
Απ΄ τη μεριά του, ο ειδικευμένος στην Οικονομική Ιστορία Βασίλης Κρεμμυδάς που επιμελήθηκε την επανέκδοση της εμβληματικής «Ιστορίας της ελληνικής επαναστάσεως» του Σπυρίδωνος Τρικούπη, θέλησε να υπερασπιστεί την αξία που έχουν για τον ιστορικό και την ιστοριογραφία οι αρχειακές πηγές, έστω κι αν ελέγχεται η αξιοπιστία τους. Απαντώντας λοιπόν στην ιστοριογραφική σχολή που υποστηρίζει ότι η εύρεση της ιστορικής αλήθειας είναι περίπου ανέφικτη (σ.σ.: πρόκειται για μια μεταμοντέρνα προσέγγιση), χρησιμοποίησε ως παράδειγμα την «πρόταση» του Σπυρίδωνος Τρικούπη, για να αμφισβητήσει εκείνους τους σημερινούς ιστορικούς που κτίζουν την αφήγησή τους χωρίς να ανατρέχουν στα αρχεία, «με το πρόσχημα ότι αυτά είναι διαμεσολαβημένα».
Η ιδεολογική χρήση της Ιστορίας είναι απ΄ την άλλη, γεγονός. Τα ιστοριογραφικά παραδείγματα είναι πάμπολλα. Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, ειδικευμένος στις σχέσεις Ιονίων και Δύσης και υπεύθυνος εκδόσεων και έρευνας στο Μουσείο Μπενάκη, κατέδειξε πόσο παραπλανητική είναι η εικόνα που προκύπτει όταν τα γεγονότα και οι πράξεις εξετάζονται εκτός του πλαισίου τους. Με αφορμή το πώς φωτίζεται σε τούτη την εποχή της νέας Δεξιάς η επέτειος της ανακωχής της Ιταλίας (8/9/΄43), παρουσίασε λοιπόν την προσπάθεια αποφασιστικοποίησης του φασισμού που άρχισαν από το ΄60 οι αναθεωρητές Ιταλοί ιστορικοί. Και εστίασε στην επιχειρούμενη ένταξη της φασιστικής περιόδου στην εθνική Ιστορία της Ιταλίας μέσα και από την σχεδόν εξίσωση όλων των πλευρών- παρτιζάνων και υποστηρικτών της «Δημοκρατίας του Σαλό»- χάριν της «κάθαρσης».
Άραγε η Ιστορία φτιάχνει ήρωες; Αυτό το ερώτημα έθεσε έμμεσα η Νάσια Γιακωβάκη που διδάσκει Νεότερη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με αφορμή τις τέσσερις πρώτες (μεταφρασμένες) Ιστορίες της Ελλάδος που κυκλοφόρησαν στα προεπαναστατικά χρόνια (1806, 1807). Απαντώντας στο «Για ποιον γράφεται η Ιστορία;» εξήγησε ότι σ΄ αυτές τις Ιστορίες αποτυπώνεται μια νέα πολιτική προσδοκία- η αναγέννηση και η ελευθερία του έθνους- και κατέδειξε τη σύνδεσή τους με τη γενιά, άρα και με τη συνείδηση των Ιερολοχιτών.
«Και με πάθη και με λάθη»
Πώς γράφεται ένα σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας; Ο Δημήτρης Κυρτάτας, καθηγητής Ύστερης Αρχαιότητας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, απάντησε παραστατικά με το παράδειγμα του διαφορετικού εγχειριδίου Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας του προγράμματος Αρχαιογνωσίας του Κέντρου Εκπ. Έρευνας και του Ινστ. Τριανταφυλλίδη.
Σκεφθείτε λ.χ, είπε, ότι ο Νεοέλληνας έχει συνηθίσει να συνδέει απευθείας τον Μεγαλέξανδρο με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, παραλείποντας την ελληνιστική περίοδο ως περίοδο παρακμής. Άρα ένα εγχειρίδιο Αρχαίας Ιστορίας για τους Νεοέλληνες οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τις ανάγκες, τις γνώσεις, τις προσδοκίες αλλά και τις προκαταλήψεις τους. Πώς όμως θα γραφεί; «Και με πάθη και με λάθη... του κάθε λαού στον οποίο αναφέρεται, όχι τα δικά μας». Και ποιος θα το γράψει; «Οι ίδιοι οι αρχαίοι».
Έτσι ο Δημήτρης Κυρτάτας μίλησε για ένα βιβλίο που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε ένδοξες και άδοξες περιόδους, που εναλλάσσει διαρκώς τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα με τα πολιτιστικά- με τις ιδέες δηλαδή κ.λπ.- που επεκτείνεται και στην Ιστορία της Περσίας και της Ρώμης, και που «ακούει» και τους αρχαίους ιστορικούς. Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι λοιπόν ζήτημα προσέγγισης και αυτό προσπάθησε να καταδείξει το συμπόσιο στο οποίο συμμετείχαν και οι Γ. Μουρέλος, Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Α. Καψωμένος, Κ. Λάππας, Α. Πολίτης.
Σκεφθείτε λ.χ, είπε, ότι ο Νεοέλληνας έχει συνηθίσει να συνδέει απευθείας τον Μεγαλέξανδρο με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, παραλείποντας την ελληνιστική περίοδο ως περίοδο παρακμής. Άρα ένα εγχειρίδιο Αρχαίας Ιστορίας για τους Νεοέλληνες οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τις ανάγκες, τις γνώσεις, τις προσδοκίες αλλά και τις προκαταλήψεις τους. Πώς όμως θα γραφεί; «Και με πάθη και με λάθη... του κάθε λαού στον οποίο αναφέρεται, όχι τα δικά μας». Και ποιος θα το γράψει; «Οι ίδιοι οι αρχαίοι».
Έτσι ο Δημήτρης Κυρτάτας μίλησε για ένα βιβλίο που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε ένδοξες και άδοξες περιόδους, που εναλλάσσει διαρκώς τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα με τα πολιτιστικά- με τις ιδέες δηλαδή κ.λπ.- που επεκτείνεται και στην Ιστορία της Περσίας και της Ρώμης, και που «ακούει» και τους αρχαίους ιστορικούς. Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι λοιπόν ζήτημα προσέγγισης και αυτό προσπάθησε να καταδείξει το συμπόσιο στο οποίο συμμετείχαν και οι Γ. Μουρέλος, Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Α. Καψωμένος, Κ. Λάππας, Α. Πολίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου