«Φθινοπωρινό», ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΓΚΑΛΟΣ. |
Για τα προβλήματα του αμερικανικού δημόσιου σχολείου, τα οποία οφείλονται στις δημοσιονομικές περικοπές, στην έλλειψη καθηγητών και στα αλλεπάλληλα κρούσματα βίας, έχουν προταθεί κατά καιρούς αρκετές «λύσεις»: από την προσφυγή στις χορηγίες ή στην ιδιωτική εκπαίδευση, μέχρι και την κατ' οίκον εκπαίδευση των μαθητών από τους ίδιους τους γονείς. Η τελευταία, μάλιστα, δεν αφορά, πια, μονάχα τις θρησκευόμενες οικογένειες οι οποίες επιδιώκουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από τις «κακές» επιρροές.
Στο Οχάιο, μια πολιτεία που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, χτυπάει η καρδιά της «βαθιάς» Αμερικής που υποφέρει από την οικονομική κρίση και βλέπει τη συντηρητική ιδεολογία να εξαπλώνεται σε κοινωνικά στρώματα και χώρους που εύκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι κλίνουν προς τα αριστερά(1).
Χαμηλά σε μια κοιλάδα, που παλιότερα ήταν γεμάτη ορυχεία, κυλάει ο ποταμός Χόκινγκ. Παντού αντηχεί το κελάηδημα των κοκκινολαίμηδων. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κατοικεί η οικογένεια Τόμπκινς. Το σπίτι τους παρουσιάζει δύο ιδιαιτερότητες: τον τεχνητό καταρράκτη και το σαλόνι, το οποίο έχει μετατραπεί σε βιβλιοθήκη: οι τοίχοι καλύπτονται από ράφια με εκατοντάδες βιβλία κάθε είδους.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ο πίνακας που είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό των σχολικών τάξεων, το σαλόνι των Τόμπκινς είναι μία από τις εκατοντάδες χιλιάδες ιδιωτικές αίθουσες διδασκαλίας όπου οι γονείς επιδίδονται στο «homeschooling» (στην κατ' οίκον διδασκαλία). Υπάρχουν επίσης στο σαλόνι και δύο υπολογιστές με σύνδεση υψηλής ταχύτητας στο Ιντερνετ.
«Μία από τις αρχές της κατ' οίκον διδασκαλίας είναι η εξής: όταν δεν γνωρίζετε κάτι, πιθανότατα κάποιος άλλος το ξέρει. Μπορεί να πρόκειται για κάποιο χρήστη του Ιντερνετ, για γονιό από τις ομάδες της κατ' οίκον εκπαίδευσης ή για τον συγγραφέα ενός βιβλίου», εξηγεί η Τζέιν Τόμπκινς, πρώην καθηγήτρια ιστορίας της τέχνης στο πανεπιστήμιο του Αθενς, που έχει αναλάβει να διδάξει τα δύο παιδιά της, τον δωδεκάχρονο Γουίλ και τη δεκαπεντάχρονη Μπέκι.
Κάθε πρωί, αντί για τον όρκο υπακοής στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών που δίνουν οι μαθητές των αμερικανικών σχολείων, ο Γουίλ και η Μπέκι προσεύχονται και διαβάζουν εδάφια της Βίβλου.
Σε αυτό το σπιτικό των αμερικάνων «homeschoolers» δεν εφαρμόζεται καμία επαναστατική εκπαιδευτική πρακτική: στην «τάξη» τα παιδιά είναι καθισμένα μπροστά στο τραπέζι και ακούνε τον «καθηγητή» να κάνει το μάθημά του.
Η μόνη ορατή διαφορά με το συμβατικό αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι ότι ο Γουίλ, η Μπέκι και τα δύο παιδιά ενός προτεστάντη γείτονα δεν βαθμολογούνται. Δουλεύουν ακολουθώντας τους δικούς τους ρυθμούς και μπορούν να διακόψουν το μάθημα ανά πάσα στιγμή. Το πρόγραμμά τους εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από τα επίσημα προγράμματα και διαμορφώθηκε κυρίως από τις δυνατότητες της μητέρας τους, αλλά και από τις δικές τους προτιμήσεις: πιάνο, ιστορία, φυσικές επιστήμες, δακτυλογράφηση... Εκ πρώτης όψεως, η περιέργειά τους είναι ανεξάντλητη.
Είτε δεξιοί, είτε αριστεροί -γιατί υπάρχει και αυτή η κατηγορία- οι οπαδοί του «homeschooling» υποστηρίζουν ότι το κυριότερο πλεονέκτημα αυτής της πρακτικής συνίσταται στην κατάργηση των στεγανών ανάμεσα στη μόρφωση και στην εκμάθηση. Η εκπαίδευση βρίσκεται παντού, όλες τις ώρες, από το πρωί ώς το βράδυ, ακόμα και κατά τη διάρκεια των Σαββατοκύριακων ή των διακοπών των παιδιών.
Οι «homeschoolers» εξαπλώνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αγοράζουν τα σχολικά εγχειρίδια διά αλληλογραφίας ή μέσω του Ιντερνετ, οργανώνονται σε αυτοδιαχειριζόμενους συνεταιρισμούς οικογενειών με παρόμοιες απόψεις και φιλοδοξίες, εγγράφονται στους καταλόγους αλληλογραφίας ορισμένων μπλογκ, εξειδικευμένων ιστοσελίδων ή ομάδων προβληματισμού. Ομως το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία, τον Καναδά και σε άλλες χώρες(2) του πλανήτη.
Η κυρία Τόμπκινς αποφάσισε να αποσύρει τα παιδιά της από το δημόσιο σχολείο εξαιτίας της «κακής επιρροής» του - το κυριότερο επιχείρημα της κατ' οίκον εκπαίδευσης. Η φοίτηση στο σχολείο, ακόμα και σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, θωρείται όχι μόνο αντιπαραγωγική, αλλά και επιζήμια, δεδομένου ότι μεταδίδει αξίες τις οποίες οι γονείς θεωρούν εξαιρετικά επικίνδυνες.
Τα «προοδευτικά δόγματα», οι αξίες της ανάμειξης των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων, η έλλειψη αυστηρής πειθαρχίας, το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής και οι απόψεις που δεν συμμερίζονται την απαγόρευση των εκτρώσεων, χαρακτηρίζονται από τους γονείς αυτούς ως εμπόδια για την αρμονική ανάπτυξη της προσωπικότητας των μικρών χριστιανόπουλων.
Οι πολύνεκρες επιθέσεις και οι συλλήψεις ομήρων που πραγματοποιήθηκαν σε πολλά λύκεια και πανεπιστημιουπόλεις έκαναν ακόμα πιο έντονη την άποψη ότι το σχολείο είναι επικίνδυνο, ακόμα και για τη σωματική ακεραιότητα των μαθητών. Εξάλλου, οι γονείς προτιμούν να διαχειρίζονται τα πάντα οι ίδιοι, φοβούμενοι μήπως χάσουν τον έλεγχο των παιδιών τους.
Από την άλλη πλευρά, ο αριστεροί «homeschoolers», αυτοί που η κυρία Τόμπκινς αποκαλεί «χίπηδες», δεν συμμερίζονται τους ίδιους φόβους. Αντίθετα, εκείνο που φοβούνται είναι ότι τα σχολεία θα κατασκευάσουν πειθήνιους εγκεφάλους, αφοσιωμένους στο σύστημα, καθώς και ότι θα μεταδώσουν τα πατριωτικά και τα γραφειοκρατικά δόγματα και τις αξίες του καταναλωτισμού. Ετσι, αντίθετες αιτίες οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα: οι γονείς αποφασίζουν να αποσύρουν τα παιδιά τους από τα συστήματα συλλογικής διδασκαλίας.
Το 1994, έναν χρόνο μετά τη νομιμοποίηση της κατ' οίκον εκπαίδευσης σε πενήντα πολιτείες των ΗΠΑ, η μεγαλύτερη κόρη των Τόμπκινς επέστρεψε από το σχολείο σοκαρισμένη και διηγήθηκε στη μητέρα της τις βρισιές που είχε ακούσει στην αυλή του σχολείου της.
Μερικές ημέρες πριν, η κυρία Τόμπκινς είχε ακούσει το κήρυγμα του Τζέιμς Ντόμπσον, του διάσημου ευαγγελιστή παρουσιαστή της εκπομπής «Focus on the family» που μεταδίδεται σε ολόκληρη τη χώρα(3). «Εκείνη την εποχή, πίστευα πως όλα αυτά αφορούσαν μονάχα τους χίπηδες. Ομως ο παρουσιαστής εξήγησε ότι ήταν δυνατόν να αναλάβει κανείς την εκπαίδευση των παιδιών του με τη βοήθεια σχολικών εγχειριδίων και οικογενειακών συνεταιρισμών». Ακολούθησε τις συμβουλές του κι απέσυρε αμέσως την κόρη της από το καθολικό σχολείο.
Στο 3% των μαθητών της κομητείας, η εκπαίδευση παρέχεται από τους γονείς. Δεν πρόκειται ακόμα για πλημμυρίδα, ωστόσο τα πρώτα κυματάκια έχουν κάνει την εμφάνισή τους: ενώ το 1999 ο αριθμός των οικογενειών των «homeschoolers» έφτανε τις 850.000, το 2006 είχε σχεδόν τριπλασιαστεί, ξεπερνώντας τα 2.000.000(4).
Ο δεκαπεντάχρονος Τζον Κόλβιν, του οποίου η μητέρα διευθύνει εδώ και δέκα χρόνια έναν συνεταιρισμό πέντε οικογενειών, δεν έχει πατήσει ποτέ του σε σχολείο. Αυτό δεν τον εμποδίζει να έχει άποψη για τον θεσμό: «Κατά τη γνώμη μου, η κατ' οίκον εκπαίδευση αποτελεί μια σωστή λύση, δεδομένου ότι ο Μάο και οι ναζί χρησιμοποίησαν το δημόσιο σχολείο για να διαδώσουν την προπαγάνδα τους», αναλύει το θέμα ξαπλωμένος στον καναπέ.
Για τον νεαρότερο αδελφό του, Μπεν, το «homeschooling» επιτρέπει κυρίως «την καλύτερη οργάνωση του προγράμματος του μαθητή και την εξασφάλιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης». Ομως η Σάρον Κόλβιν, η μητέρα τους, δηλώνει ότι τα θρησκευτικά δεν ήταν ο μοναδικός λόγος που έκαναν αυτή την επιλογή. Και συνοψίζει: «Αρνούμαστε στο κράτος το δικαίωμα να επηρεάζει την ιδεολογία των παιδιών μας». Η πρώην φοιτήτρια του πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας επιθυμεί την κατάργηση του υπουργείου Παιδείας.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα που πραγματοποίησε το υπουργείο Παιδείας για την κατ' οίκον εκπαίδευση, το 31% των γονέων που αποφασίζουν να μην εμπιστευθούν τα παιδιά τους στο σχολείο ανησυχεί για «το κλίμα και το περιβάλλον που κυριαρχεί εκεί»(5). Το 30% επιθυμεί «να δώσει στο παιδί του ηθική και θρησκευτική παιδεία», ενώ το 16,5% έχει απογοητευτεί από την «πνευματική εκπαίδευση που προσφέρουν τα σχολεία». Επίσης, προβάλλονται ορισμένες ιδιαίτερες ανάγκες του παιδιού (7%) ή προβλήματα υγείας, σωματικής και ψυχικής (7%).
Η αμφισβήτηση του σχολείου αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Στο βιβλίο τους «Better Late Than Early» («Καλύτερα αργά παρά νωρίς»), οι αμερικανοί παιδαγωγοί Ρέιμοντ και Ντόροθι Μουρ, οι οποίοι προέρχονταν από τη θρησκευόμενη δεξιά, παρουσίασαν τα αποτελέσματα των ερευνών τους: η φοίτηση των παιδιών στο σχολείο άρχιζε υπερβολικά νωρίς, ενώ αποδεικνυόταν επιζήμια, τόσο από σωματική, ηθική και διανοητική άποψη, όσο και από την πλευρά της κοινωνικοποίησης. Κατά τη γνώμη τους, έπρεπε να αρχίζει μετά την ηλικία των 8-10 ετών, αν όχι των 12.
Την ίδια εποχή, άρχισε να εξαπλώνεται και στους κόλπους της αριστεράς η κριτική στον θεσμό του σχολείου ο οποίος αποσκοπούσε στη διαιώνιση των κοινωνικών ανισοτήτων. Με λίγα λόγια, η ισότητα των ευκαιριών στο σχολείο ήταν ένας μύθος, όπως εξάλλου και η ταξική ουδετερότητά του.
Το κίνημα οδήγησε πολύ σύντομα στην καταγγελία της αυθαιρεσίας των πολιτισμικών στοιχείων του εκπαιδευτικού προγράμματος, της παραδοσιακής παιδαγωγικής, καθώς επίσης και στην ανάπτυξη προβληματισμού για το τι είναι γνώση και για τη σχέση ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή. Σιγά σιγά, η κριτική του σχολείου μετατράπηκε σε κριτική των ίδιων των αρχών στις οποίες στηρίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα, της αποστολής του και των μέσων που διαθέτει, ενώ κατέληξε στη ριζική αμφισβήτηση ακόμα και του λόγου ύπαρξης του σχολείου.
Ο Ιβάν Ιλιτς (1926-2002), στο έργο του «Μια κοινωνία χωρίς σχολείο»(6), προτείνει, στηριζόμενος σε παρόμοιες αναλύσεις, την «απο-σχολειοποίηση» της κοινωνίας: το σχολείο θα μπορούσε να αντικατασταθεί από την προσφορά εκπαιδευτικών αγαθών μέσα από δίκτυα που θα επέτρεπαν την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων. Σύμφωνα με τον Ιβάν Ιλιτς, το υποχρεωτικό σχολείο, η παρατεταμένη φοίτηση και ο ανταγωνισμός για τα διπλώματα αποτελούν «ψευδοπρόοδο που συνίσταται στην παραγωγή πειθήνιων μαθητών, προετοιμασμένων να καταναλώσουν έτοιμα προγράμματα που συνέταξαν οι "αρχές" και να υπακούουν στους θεσμούς».
Ο ίδιος ο Χολτ κι ένα τμήμα της αριστεράς -ρομαντική, ελευθεριακή ή ριζοσπαστική- υιοθέτησαν αυτό που αργότερα ονομάστηκε «unschooling» (εγκατάλειψη του σχολείου, δηλαδή).
Πολλοί οπαδοί της μεθόδου έρχονται, τρεις ή τέσσερις φορές το μήνα, στη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης Αθενς για να παραδώσουν συλλογικά μαθήματα στα παιδιά τους. Ακόμα και η Εϊμι Κινγκ, συντονίστρια των δημοτικών υπηρεσιών της πόλης για ζητήματα νεολαίας, αποφάσισε, το 2001, να βγάλει την κόρη της από το δημόσιο σχολείο της περιοχής.
Εκείνη τη χρονιά, με πρωτοβουλία του προέδρου Τζορτζ Μπους, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός υποψήφιος για την προεδρία Μπάρακ Ομπάμα, υιοθέτησαν με συντριπτική πλειοψηφία τον νόμο «Νο Child Left Behind» («Κανένα παιδί δεν θα εγκαταλειφθεί στη μοίρα του»), ο οποίος θεσπίζει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, διευκολύνει την πρόσβαση στα ιδιωτικά σχολεία και δημιουργεί μια πραγματική «αγορά της εκπαίδευσης» που τροφοδοτείται από τα «εκπαιδευτικά κουπόνια» (7).
Για την κυρία Κινγκ, η τυποποίηση των προγραμμάτων που προέκυψε από αυτόν τον «καταστροφικό» νόμο, «έκανε το σχολείο περισσότερο άκαμπτο, τις ανισότητες ανάμεσα στους μαθητές πιο έντονες και θέσπισε ως μοναδικό εκπαιδευτικό κριτήριο την ταχύτητα με την οποία μαθαίνουν την ύλη οι μαθητές».
Στο βάθος της αίθουσας, ο τριαντατριάχρονος Σκοτ Γκράντι, μουσικός, βιοκαλλιεργητής και «πατέρας και οικογενειάρχης πλήρους απασχόλησης» όπως λέει, κάνει τους λογαριασμούς του καθισμένος σε έναν καναπέ, ενώ οι δύο του κόρες, Τζόρα και Σορέλ, εκτελούν χρέη εθελοντή βιβλιοθηκάριου:
«Αν σκεφτεί κανείς ότι το σχολείο αναγκάζει τα παιδιά να μένουν καθισμένα έξι ώρες τη μέρα, ο θεσμός είναι αρκετά σκληρός. Θέλω οι κόρες μου να ζουν μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο θα τις αφήνει ελεύθερες να μαθαίνουν αυτό που θέλουν, σε όποια ηλικία το θέλουν», εξηγεί ο οικογενειάρχης του οποίου τα εισοδήματα δεν ξεπερνούν τα 20.000 δολάρια τον χρόνο (λίγο λιγότερο από 1.000 ευρώ το μήνα).
«Στο σπίτι υπάρχουν πάντοτε βιβλία πάνω στο τραπέζι και κάθε μέρα καθόμαστε για να δουλέψουμε, άλλοτε μαθηματικά, άλλοτε γραφή, άλλοτε ανάγνωση, μουσική ή καλλιτεχνικά... Μαθαίνουμε επίσης να φτιάχνουμε ψωμί, να κατασκευάζουμε μικρά σπίτια, και τους παραδίδουμε μαθήματα κριτικής σκέψης».
Η επτάχρονη Σορέλ εξηγεί πόσο ελεύθερη αισθάνεται: «Μου αρέσει στ' αλήθεια να με διδάσκουν οι γονείς μου, γιατί μπορώ να μάθω αυτό που θέλω στην ηλικία που εγώ θέλω. Αν ήμουν στο σχολείο, έπρεπε να ακολουθώ ένα πρόγραμμα, χωρίς να μπορώ να μάθω αυτά που μαθαίνει κανείς ένα, δύο ή και τρία χρόνια αργότερα, αν και θα το ήθελα πολύ. Επιπλέον, έχω πολλές φίλες που μαθαίνουν όπως κι εγώ, στο σπίτι, κι έτσι είμαι ευχαριστημένη».
Οκτώ οικογένειες συμμετέχουν στην ομάδα του Γκράντι, για τον οποίο «η ηλικία δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στις κοινωνικές σχέσεις. Καθόλη τη διάρκεια της ζωής μας, όλοι μας μαθαίνουμε, τόσο οι νεότεροι, όσο και τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Στην ομάδα μας, οι μαθητές είναι μάλλον απείθαρχοι, πράγμα που οδήγησε πρόσφατα μία από τις οικογένειες να αποσυρθεί, καθώς θεωρούσε ότι προσφέραμε υπερβολική ελευθερία στα παιδιά της. Είναι ένα από τα προβλήματα τα οποία οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. Υπάρχει σίγουρα μια μέση οδός την οποία πρέπει να βρούμε, ανάμεσα στο να μένεις καθισμένος και σιωπηλός όλη την ημέρα και στο να κάνεις ό,τι θέλεις, όποτε το θέλεις. Ωστόσο, είναι καλό να αμφισβητείται η έννοια της εξουσίας».
Οι κριτικές που διατυπώνονται ενάντια στην κατ' οίκον εκπαίδευση επικεντρώνονται όχι μονάχα στον κίνδυνο της ελλιπούς κοινωνικοποίησης, αλλά και στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Καθώς οι περισσότεροι από τους «homeschoolers» δεν διαθέτουν την παραμικρή κατάρτιση σε αυτόν τον τομέα, ενδέχεται να προσφέρουν στα παιδιά τους ελλιπή μόρφωση. Κι όμως, πολλές μελέτες αποδεικνύουν ότι οι μαθητές που προέρχονται από αυτό το σύστημα εισάγονται καλά προετοιμασμένοι στα πανεπιστήμια, καθώς και ότι οι επιδόσεις τους βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο.
Ετσι, το 1998, ο καθηγητής Λόρενς Ράντνερ του πανεπιστημίου του Μέριλαντ έλεγξε τις γνώσεις 20.760 παιδιών που λαμβάνουν κατ' οίκον εκπαίδευση. Η βαθμολογία που συγκέντρωσαν. Σύμφωνα με τη μελέτη ήταν «εντυπωσιακά υψηλή»(8).
Παρόμοια αποτελέσματα πρέπει να σταθμιστούν από το γεγονός ότι οι οπαδοί του «homeschooling» βιώνουν την επιλογή τους ως «ιερή αποστολή» και της αφιερώνουν όλα τα διαθέσιμα μέσα τους, ακόμα κι αν χρειαστεί να σφίξουν κάμποσο το ζωνάρι. Εξάλλου, στις Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ και αρκετές δεκαετίες, το δημόσιο σχολείο έχει θυσιαστεί στον βωμό των δημοσιονομικών περικοπών, κυρίως από τις κυβερνήσεις των Ρεπουμπλικάνων(9).
Για να αναλάβει κανείς την εκπαίδευση των παιδιών του, οι διοικητικές διαδικασίες είναι εντυπωσιακά απλές. Στο Οχάιο, αρκεί να έχει ολοκληρώσει κανείς τις δευτεροβάθμιες σπουδές του. Οι οικογένειες υποβάλλουν στην αρχή του σχολικού έτους μια δήλωση στις τοπικές αρχές, στην οποία περιλαμβάνεται το πρόγραμμα που σκοπεύουν να ακολουθήσουν και η δέσμευση ότι τα παιδιά τους θα παρακολουθήσουν τουλάχιστον 900 ώρες μαθημάτων.
Η γραφή, η ανάγνωση, η γεωγραφία, η ιστορία (των Ηνωμένων Πολιτειών και του Οχάιο), τα μαθηματικά, η γνώση του δημοκρατικού πολιτεύματος, οι φυσικές επιστήμες, η αγωγή υγείας και η πρόληψη των πυρκαγιών περιλαμβάνονται στα υποχρεωτικά μαθήματα.
Οι υπάλληλοι του τοπικού «school board of education» (σχολικού συμβουλίου εκπαίδευσης) δεν κρίνουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας: περιορίζονται στο να ελέγξουν την τήρηση του προγράμματος που παρουσίασαν οι γονείς. Ομως, δεδομένου ότι δεν προβαίνουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών, είναι πολύ εύκολο να ισχυριστεί κανείς ότι όντως δίδαξε αυτά τα μαθήματα.
Ενας γυμνασιάρχης του Αθενς, ωστόσο, σχολιάζει: «Οι γονείς μπορούν, εντελώς νομότυπα, να μην στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να ισχυριστούν ότι τους παρέχουν κατ' οίκον εκπαίδευση, και, στην πραγματικότητα, να μην κάνουν τίποτα καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου».
Η κατ' οίκον εκπαίδευση νομιμοποιήθηκε το 1993 σε όλη τη χώρα χάρη στη δράση του λόμπι Home School Legal Defense Association (HSLDA), μιας ευαγγελικής οργάνωσης στην οποία συμμετέχουν περισσότερες από 80.000 οικογένειες.
Το νομοθετικό πλαίσιο της κατ' οίκον εκπαίδευσης διαφέρει ανάλογα με την πολιτεία: ελάχιστα αυστηρό είναι στη Φλώριδα ή στο Τέξας όπου οι γονείς δεν χρειάζεται καν να υποβάλλουν δήλωση στις τοπικές αρχές. Αντιθέτως, είναι πολύ αυστηρό στη βόρεια Ντακότα, στην Πενσυλβάνια ή στην Καλιφόρνια(10).
Στις 8 Μαΐου του 2008, το εφετείο του δεύτερου διαμερίσματος της πολιτείας της Καλιφόρνιας απαγόρευσε στους γονείς που δεν έχουν λάβει την κατάλληλη μόρφωση να αναλαμβάνουν την εκπαίδευση των παιδιών τους(11). Ξαφνικά, 170.000 μαθητές μετατράπηκαν σε παράνομους και οι γονείς τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με κίνδυνο ποινικής δίωξης.
Ο Μάικ Σμιθ, πρόεδρος της HSLDA, ξεκίνησε αμέσως εκστρατεία για την υπεράσπιση του «θεμελιώδους δικαιώματος κάθε ατόμου να εκπαιδεύει τα παιδιά του».
«Στις άλλες 49 πολιτείες των ΗΠΑ, οι γονείς έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως ιδιωτικά σχολεία. Η υποχρέωση να διαθέτουν μια κατάρτιση η οποία να τους επιτρέπει να διδάσκουν δεν αποτελεί περιορισμό που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Συνεπώς, καθένας μπορεί να εκπαιδεύει τα παιδιά του».
Επικαλείται δε, μια δημοσκόπηση που πραγματοποίησε η Ellison Research του Φοίνιξ(12), σύμφωνα με την οποία το 50% των ερωτηθέντων κυρίως γονέων θεωρεί την κατ' οίκον εκπαίδευση εξίσου αποτελεσματική με αυτή στο δημόσιο σχολείο.
Κατά τη γνώμη της οργάνωσης, «οφείλεται στο γεγονός ότι τα παιδιά που εκπαιδεύονται από τους γονείς τους επιτυγχάνουν συχνά καλύτερες επιδόσεις στα τεστ για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια».
Στην πόλη Στιούαρτ του Οχάιο, ο Τζορτζ Γουντ, διευθυντής του τοπικού ομοσπονδιακού λυκείου αλλά και του Φόρουμ για τη Δημοκρατία στην Εκπαίδευση, μας παρουσιάζει το Many Children Left Behind(13), το συλλογικό έργο του οποίου υπήρξε ο συντονιστής.
Αν και ανησυχεί περισσότερο για την έλλειψη πόρων για τα σχολεία και λιγότερο για την άνθηση της κατ' οίκον διδασκαλίας, αναγνωρίζει ότι φοβάται τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που μπορεί να έχει αυτή η πρακτική: «Μένοντας μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, οι επιρροές που δέχονται οι μελλοντικοί πολίτες δεν τους προετοιμάζουν για τον προβληματισμό και τη διαφορετικότητα των απόψεων που προϋποθέτει η δημοκρατία. Εάν οι γονείς περιορίσουν τις σχέσεις των παιδιών με άτομα από άλλες φυλές ή από άλλα κοινωνικά και μορφωτικά περιβάλλοντα, όταν θα φτάσουν σε ηλικία να συμμετέχουν στα κοινά, θα απορρίπτουν εξαρχής τις διαφορετικές απόψεις».
Η επιχειρηματολογία συμπίπτει με εκείνη που διατυπώνει το National Education Association (ΝΕΑ), το συνδικάτο των εκπαιδευτικών, το οποίο ο Ροντ Πέιτζ, ο αρχιτέκτονας του νόμου Νο Child left Behind, αποκαλεί «τρομοκρατική ομάδα»(14).
Σύμφωνα με την Τζεν Τόμσομ, δασκάλα και μέλος του ΝΕΑ, «παρ' όλα όσα θα μπορούσε κανείς να προσάψει στο σχολείο, διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στη διαμόρφωση της κουλτούρας και στη γνώση της κοινωνίας. Τα παιδιά μαθαίνουν τη ζωή, βρίσκονται αντιμέτωπα με διάφορες γνώμες, και οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να τα απομακρύνουν από αυτό το χώρο με τη δικαιολογία ότι φοβούνται τις "κακές επιρροές"».
Η Εϊμι Χάουλεϊ, ερευνήτρια στον τομέα των επιστημών της εκπαίδευσης στο πανεπιστήμιο του Αθενς, καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που συμμερίζονται και πάρα πολλοί άλλοι παρατηρητές: η κατ' οίκον εκπαίδευση θα φτάσει -με μηχανικό τρόπο- στα όριά της.
«Για να εκπαιδεύσουν μόνοι τους τα παιδιά τους, οι γονείς -και στη συγκεκριμένη περίπτωση κυρίως η μητέρα- πρέπει να δαπανήσουν υπερβολική ενέργεια. Ελάχιστοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν τις θυσίες που απαιτεί ένα πλήρες πρόγραμμα εκπαίδευσης. Το φαινόμενο είναι περιθωριακό. Το παραδοσιακό σχολείο έχει μέλλον, δεδομένου ότι η πλειονότητα των γονέων αποφασίζει να του εμπιστευτεί τα παιδιά της, χωρίς να ανησυχεί ιδιαίτερα για το τι διδάσκεται σε αυτό. Επιπλέον, το δημόσιο σχολείο παραμένει η κυριότερη μπέιμπι-σίτερ για τα αμερικανόπουλα».
1. Βλέπε Thomas Frank, «Pourquoi les pauvres votent a droite. Comment les conservateurs ont gagne le coeur des Etats-Unis (et celui des autres pays riches)», Agone, Μασσαλία, 2008.
2. Η κατ' οίκον εκπαίδευση, που έχει απαγορευθεί στη Γερμανία, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της σε Ελβετία, Μεξικό, Ιαπωνία, Ρωσία και Ν. Αφρική.
3. ΣτΕ: Βλ. http://www.focusonthefamily.com/
4. Brian D. Ray, «Research Facts on Homeschooling», National Home Education Research Institute, 10 Ιουλίου 2006, www.nheri.org.
5. Homeschooling in the United States : 2003, National Center for Education Statistics, διαθέσιμο στο http://nces.ed.gov/pubs2006/homeschool.
6. Ivan Illitch, «Une societe sans ecole», Seuil, 1971.
7. Τα «εκπαιδευτικά κουπόνια» επιστρέφουν άμεσα στους γονείς το ποσοστό των φόρων που θα προορίζονταν για τον προϋπολογισμό της εθνικής εκπαίδευσης, έτσι ώστε να μπορούν να συμπεριφέρονται ως καταναλωτές στη σχολική αγορά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή η λύση προτάθηκε από τον νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν.
8. Lawrence Rudner, «Scholastic achievement and demographic caracteristics of home school students in 1998», Educational Policy Analysis Archives, University of Maryland, College Park, τόμος 7, nΦ8, 1999.
9. Εκτός από την Καλιφόρνια, σε άλλες 22 πολιτείες παρατηρείται έλλειμμα 39 δισ. δολαρίων για το οικονομικό έτος 2008-2009, σύμφωνα με το Center on Budget and Policy Priorities. Στην Καλιφόρνια, ο κυβερνήτης Σβαρτσενέγκερ αποφάσισε περικοπές 6 δισ. δολαρίων στον προϋπολογισμό της εκπαίδευσης, οι οποίες θα προκαλέσουν την απόλυση περισσότερων από 20.000 εκπαιδευτικών κι εργαζομένων στα σχολεία. http://wsws.org/francais/News/2008/mai08/cali-m12.shtml
10. Το HSLDA (http://www.hslda.org) βαθμολογεί τις πολιτείες με κριτήριο τον βαθμό ευκολίας της διαδικασίας στην οποία υποβάλλονται οι οικογένειες των homeschoolers: 10 πολιτείες δεν απαιτούν καμία δήλωση, σε 15 εφαρμόζεται «χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο» (αρκεί μια δήλωση των γονιών), σε 20 εφαρμόζεται «μέτριο ρυθμιστικό πλαίσιο» και σε 6 «μια σκληρότερη νομοθεσία», βλ. www.heritage.org
11. Αυτή η απόφαση ακυρώθηκε στις 10/7/2008 από άλλο δικαστήριο.
12. www.ellisonresearch.com/releases/20080424.htm
13. George Wood (υπό τη διεύθυνσή του), «Many Children Left Behind : How the Νο Children Left Behind Act is Damaging Our Children and Our Schools», Forum for Education and Democracy, Beacon Press, Βοστόνη, 2004.
14. ΣτΕ: Βλ. http://www.nea.org
*Ο JULIEN BRYGO είναι δημοσιογράφος.