Πιο επίκαιρο παρά ποτέ μοιάζει στις ταραγμένες ημέρες μας το κλασικό βιβλίο του Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ για το κραχ του 1929, το οποίο - όπως διαβάζουμε- επέστρεψε για πολλοστή φορά από το 1955, όταν πρωτοεκδόθηκε, στις λίστες των μπεστ σέλερ.
Μέσα από αυτό το βιβλίο στο οποίο ο βρετανικός «Ιndependent» αφιέρωσε χθες ένα ακόμη ολοσέλιδο δημοσίευμα- ο Γκάλμπρεϊθ εξιστορεί όλη τη διαδρομή της αμερικανικής κερδοσκοπικής φούσκας από το 1926 ως το 1929.
Συνεχίζει με το σκάσιμό της (το 1929) και προχωρεί στις συνέπειές της ως το 1932, καθώς η κρίση διήρκεσε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, με οδυνηρές συνέπειες για την αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία και κοινωνία. Προσφέρει δε την καλύτερη περιγραφή για κάθε χρηματοοικονομική φούσκα, αφού αναλύει τους παράγοντες που οδηγούν τους επενδυτές στην ομαδική παράνοια, δημιουργώντας σε καθέναν από αυτούς τη νοοτροπία του τζογαδόρου...
Πάντοτε, κατά τον Γκάλμπρεϊθ, η κρίση έρχεται απότομα, αν και συχνά προηγούνται κάποιες ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Τέτοιες είναι οι θετικές δηλώσεις των «ειδικών», η φραστική στήριξη από κυβερνητικούς παράγοντες, οι επιθέσεις σε αυτούς που αμφισβητούν την ορθότητα των υπερτιμημένων αξιών και πάει λέγοντας. Όπως λέει ο Γκάλμπρεϊθ για την περίπτωση αυτή του ξεφουσκώματος: «...Αυτό (σ.σ.: ο φόβος της κατάρρευσης, η απειλή της διακοπής της ομαλής λειτουργίας του συστήματος) κάνει τους ανθρώπους που ξέρουν ότι τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα να λένε ότι τα πράγματα είναι θεμελιακά υγιή».
Κάπως έτσι ο δείκτης των «Νew Υork Τimes» από τις 452 μονάδες στις 9 Σεπτεμβρίου του 1929 βρέθηκε στις 224 στις 29 Οκτωβρίου και στις 8 Ιουλίου του 1932 ήταν στις 58 μονάδες. Τριακόσιες πενήντα επτά τράπεζες χρεοκόπησαν μέσα σε ένα εξάμηνο και αμέτρητοι εργαζόμενοι βρέθηκαν στον δρόμο. Η κολοσσιαία Standard Οil του Ροκφέλερ από τα 50 δολάρια το 1929 (την ημέρα της κρίσης) έπεσε στα 24 δολάρια το 1932. Μια επίσης κολοσσιαία επιχείρηση, η US Steel, από τα 262 δολάρια βρέθηκε στα 22 δολάρια το 1932...
Το καυστικό χιούμορ με το οποίο ο Γκάλμπρεϊθ αντιμετωπίζει την καταστροφή αντλείται από το γεγονός ότι το Κραχ του 1929 ήταν μία από τις λίγες ανθρώπινες τραγωδίες όπου δεν έρευσαν ποταμοί αίματος αλλά μόνο χρήματος που χάθηκε. Δεν χάνει δε την ευκαιρία να τονίσει τις «μαύρες», σουρεαλιστικές πλευρές της τραγωδίας όπως, ας πούμε, την αυτοκτονία του πρόεδρου μιας εταιρείας γκαζιού με... γκάζι! Ενδιαφέρον είναι και το συμπέρασμα του συγγραφέα: «Σε πολλές περιπτώσεις άνθρωποι εξαπατούνται από άλλους ανθρώπους.Το φθινόπωρο του 1929 ήταν ίσως η πρώτη περίπτωση που οι άνθρωποι κατάφεραν σε ευρεία κλίμακα να εξαπατήσουν τους εαυτούς τους».
Το «Κραχ» είναι το γνωστότερο βιβλίο του Γκάλμπρεϊθ, αλλά όχι και το καλύτερο του: στο «Αμερικανικός καπιταλισμός. Η Ιδέα της αντισταθμιστικής δύναμης» (1952) αναλύει γιατί ο υγιής ανταγωνισμός είναι ένας μύθος· στο «Νέο βιομηχανικό κράτος» (1967) περιγράφει τη σύγχρονη επιχείρηση ως ολιγοπώλιο, προσδεδεμένη στους στόχους και στα συμφέροντα του μάνατζμεντ· και βέβαια στην «Κοινωνία της αφθονίας» (1958) στοχεύει έναν ακόμη μύθο, την «κυριαρχία του καταναλωτή», για να δείξει ότι, αντιθέτως, ισχύει η απόλυτη χειραγώγηση των καταναλωτών από το σύγχρονο μάρκετινγκ. Επίκαιρο όσο ποτέ είναι όμως και το κύκνειο άσμα του καλύτερου μαθητή του Κέινς- το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Τα οικονομικά της αθώας απάτης» και θέμα, τι άλλο, τα σκάνδαλα της Εnron και της Worldcom, τα «καμπανάκια» της σημερινής κρίσης...
Μέσα από αυτό το βιβλίο στο οποίο ο βρετανικός «Ιndependent» αφιέρωσε χθες ένα ακόμη ολοσέλιδο δημοσίευμα- ο Γκάλμπρεϊθ εξιστορεί όλη τη διαδρομή της αμερικανικής κερδοσκοπικής φούσκας από το 1926 ως το 1929.
Συνεχίζει με το σκάσιμό της (το 1929) και προχωρεί στις συνέπειές της ως το 1932, καθώς η κρίση διήρκεσε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, με οδυνηρές συνέπειες για την αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία και κοινωνία. Προσφέρει δε την καλύτερη περιγραφή για κάθε χρηματοοικονομική φούσκα, αφού αναλύει τους παράγοντες που οδηγούν τους επενδυτές στην ομαδική παράνοια, δημιουργώντας σε καθέναν από αυτούς τη νοοτροπία του τζογαδόρου...
Πάντοτε, κατά τον Γκάλμπρεϊθ, η κρίση έρχεται απότομα, αν και συχνά προηγούνται κάποιες ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Τέτοιες είναι οι θετικές δηλώσεις των «ειδικών», η φραστική στήριξη από κυβερνητικούς παράγοντες, οι επιθέσεις σε αυτούς που αμφισβητούν την ορθότητα των υπερτιμημένων αξιών και πάει λέγοντας. Όπως λέει ο Γκάλμπρεϊθ για την περίπτωση αυτή του ξεφουσκώματος: «...Αυτό (σ.σ.: ο φόβος της κατάρρευσης, η απειλή της διακοπής της ομαλής λειτουργίας του συστήματος) κάνει τους ανθρώπους που ξέρουν ότι τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα να λένε ότι τα πράγματα είναι θεμελιακά υγιή».
Κάπως έτσι ο δείκτης των «Νew Υork Τimes» από τις 452 μονάδες στις 9 Σεπτεμβρίου του 1929 βρέθηκε στις 224 στις 29 Οκτωβρίου και στις 8 Ιουλίου του 1932 ήταν στις 58 μονάδες. Τριακόσιες πενήντα επτά τράπεζες χρεοκόπησαν μέσα σε ένα εξάμηνο και αμέτρητοι εργαζόμενοι βρέθηκαν στον δρόμο. Η κολοσσιαία Standard Οil του Ροκφέλερ από τα 50 δολάρια το 1929 (την ημέρα της κρίσης) έπεσε στα 24 δολάρια το 1932. Μια επίσης κολοσσιαία επιχείρηση, η US Steel, από τα 262 δολάρια βρέθηκε στα 22 δολάρια το 1932...
Το καυστικό χιούμορ με το οποίο ο Γκάλμπρεϊθ αντιμετωπίζει την καταστροφή αντλείται από το γεγονός ότι το Κραχ του 1929 ήταν μία από τις λίγες ανθρώπινες τραγωδίες όπου δεν έρευσαν ποταμοί αίματος αλλά μόνο χρήματος που χάθηκε. Δεν χάνει δε την ευκαιρία να τονίσει τις «μαύρες», σουρεαλιστικές πλευρές της τραγωδίας όπως, ας πούμε, την αυτοκτονία του πρόεδρου μιας εταιρείας γκαζιού με... γκάζι! Ενδιαφέρον είναι και το συμπέρασμα του συγγραφέα: «Σε πολλές περιπτώσεις άνθρωποι εξαπατούνται από άλλους ανθρώπους.Το φθινόπωρο του 1929 ήταν ίσως η πρώτη περίπτωση που οι άνθρωποι κατάφεραν σε ευρεία κλίμακα να εξαπατήσουν τους εαυτούς τους».
Το «Κραχ» είναι το γνωστότερο βιβλίο του Γκάλμπρεϊθ, αλλά όχι και το καλύτερο του: στο «Αμερικανικός καπιταλισμός. Η Ιδέα της αντισταθμιστικής δύναμης» (1952) αναλύει γιατί ο υγιής ανταγωνισμός είναι ένας μύθος· στο «Νέο βιομηχανικό κράτος» (1967) περιγράφει τη σύγχρονη επιχείρηση ως ολιγοπώλιο, προσδεδεμένη στους στόχους και στα συμφέροντα του μάνατζμεντ· και βέβαια στην «Κοινωνία της αφθονίας» (1958) στοχεύει έναν ακόμη μύθο, την «κυριαρχία του καταναλωτή», για να δείξει ότι, αντιθέτως, ισχύει η απόλυτη χειραγώγηση των καταναλωτών από το σύγχρονο μάρκετινγκ. Επίκαιρο όσο ποτέ είναι όμως και το κύκνειο άσμα του καλύτερου μαθητή του Κέινς- το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Τα οικονομικά της αθώας απάτης» και θέμα, τι άλλο, τα σκάνδαλα της Εnron και της Worldcom, τα «καμπανάκια» της σημερινής κρίσης...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου