Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ: «Μέτρα για όλους ή χάος»



Ζητεί έλεγχο στις τράπεζες και προβλέπει έκρηξη ανεργίας

Υφεση διαρκείας διαπιστώνει ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, που θεωρεί ως μόνο σωσίβιο στο ναυάγιο του καπιταλισμού μία διαφορετική, αλλά ενιαία παγκόσμια πολιτική.

Ρεπορτάζ για όλες τις συνέπειες στην Ελλάδα. Στην ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ




ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην ΚΑΤΙΑ ΜΑΚΡΗ

Τι σηματοδοτεί για τον φιλελευθερισμό η κατάρρευση των τραπεζών; «Ο,τι και η πτώση του Βερολίνου για τον κομμουνισμό», απαντά αβίαστα ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς. Ο διάσημος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, ο οποίος επί χρόνια έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την επερχόμενη κρίση, κατηγορεί για το χάος τα golden boys της Γουόλ Στριτ αλλά και όσους υπηρέτησαν το δόγμα «εμπιστευόμαστε τις αγορές».

*Καταγγέλλει τον Τζ. Μπους για το ναυάγιο της οικονομικής του πολιτικής και μιλάει για «παρατεταμένη και βαθιά κρίση που θα ακολουθήσει». Ο Τζ. Στίγκλιτς προβλέπει έκρηξη της ανεργίας στην Αμερική αλλά και σε όλο τον κόσμο ανάλογη των μεγεθών του «κραχ» του 1929. Και επιμένει πως ήρθε η ώρα να ενισχυθεί ο κρατικός ρόλος στις αγορές, αναρωτούμενος: «Γιατί να περιμένει κανείς ότι οι τράπεζες, οι οποίες συμπεριφέρθηκαν τόσο άσχημα στο παρελθόν, θα συμπεριφερθούν καλύτερα στο μέλλον αν δεν αλλάξουμε τους κανόνες του παιχνιδιού;».
ΤΖ. ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ
  • * Πολλοί εκτιμούν ότι η παρέμβαση των ευρωπαίων ηγετών υπήρξε πιο πειστική και αποτελεσματική από αυτή των Αμερικανών. Ποια είναι η άποψή σας για τα μέτρα που έχει πάρει κάθε πλευρά;
- Ο Λευκός Οίκος απέτυχε να περάσει το πρώτο «σχέδιο σωτηρίας» και ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χανκ Πόλσον επανήλθε με ένα νέο. Το αρχικό σχέδιο, που προέβλεπε αγορά χιλιάδων «προβληματικών αξιογράφων» (δηλαδή επισφαλή δάνεια και σύνθετα προϊόντα βασισμένα σε αυτά που είχε δημιουργήσει η Γουόλ Στριτ), ήταν κακά σχεδιασμένο και γεμάτο προβλήματα. Πώς θα αποτιμώνταν αυτές οι αξίες; Θα αφήναμε να το κάνουν και πάλι οι ίδιοι ειδικοί της Γουόλ Στριτ που εκτίμησαν εσφαλμένα το ρίσκο και προκάλεσαν το χάος; Επρόκειτο για μια κατάσταση όπου το κεφάλι κερδίζει και η ουρά χάνει. Το βρετανικό σχέδιο χωρίς αμφιβολία είναι πολύ καλύτερα οικοδομημένο. Ενα από τα σημαντικότερα προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι η τρύπα που δημιουργείται στους ισολογισμούς των τραπεζών από τις ζημιές τους. Είναι ο φόβος ότι αυτές οι ζημιές είναι τόσο μεγάλες, ώστε θα προκαλέσουν ενδεχομένως την πτώχευση των τραπεζών κι αυτό οδηγεί σ' ένα κύμα ρευστότητας. Οι τράπεζες χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση και η βρετανική προσέγγιση ήταν ακριβώς αυτή. Αν και πρέπει ακόμη να προσδιοριστούν πολλές λεπτομέρειες, φαίνεται ότι το δομικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται σωστά υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει υποχρεωτική κεφαλαιοποίηση χρεών. Σε διαφορετική περίπτωση, οι κεφαλαιούχοι θα πάρουν ένα αδικαιολόγητο δώρο όταν τα ομόλογα ανακάμψουν από τη σημερινή πτώση τους με χρήματα τα οποία έπρεπε να δαπανηθούν για να βοηθήσουν την οικονομία.
  • * Στην Ευρώπη η αντίδραση των κυβερνήσεων θα φέρει αποτελέσματα;
- Αρκεί η λύση να είναι κοινή σε όλες τις χώρες. Αν δοθεί μια εγγύηση καταθέσεων σε μία χώρα κι όχι σε μία άλλη, τότε θα προκληθεί μεγάλο πρόβλημα στον ανταγωνισμό των τραπεζών. Αυτό σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να επανεξετάσουν πολλά, όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας αλλά και τον προσανατολισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που σήμερα νοιάζεται πιο πολύ για τον πληθωρισμό και ελάχιστα για την ανάπτυξη.
  • * Εχετε πει πως «είναι παράδοξο ότι οι άνθρωποι πρέπει να δουλεύουν για να υποστηρίξουν έναν καταναλωτισμό ο οποίος βασίζεται σε δάνεια και κάρτες». Αρα η σημερινή κρίση ήταν τόσο προβλέψιμη;
- Η τρέχουσα κρίση δεν ήταν απλώς αναμενόμενη -είχε, πράγματι, προβλεφθεί. Ζούσαμε πάνω σε δανεισμένο χρήμα και δανεισμένο χρόνο και οι καταναλωτικές συνήθειες στις ΗΠΑ ήταν αδύνατο να διατηρηθούν. Ο Μπους αν και κληρονόμησε ένα πλεόνασμα ύψους 128 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τον Μπιλ Κλίντον, φέτος η Αμερική ανακοίνωσε το δεύτερο μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην ιστορία της. Στη διάρκεια των οκτώ ετών της κυβέρνησης Μπους, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 65% και έφτασε σχεδόν στα 10 τρισεκατομμύρια δολάρια. Σ' αυτά πρέπει τώρα να προστεθούν τα χρέη των τραπεζών Φρέντι Μακ και Φάνι Μέι (σ.σ.: πρόκειται για τις δύο ημικρατικές στεγαστικές τράπεζες που χρεοκόπησαν). Κι ακόμη, να φορτωθούμε το «σαμάρι» δύο πολέμων: Το συνολικό κόστος για το Ιράκ και μόνο θα ξεπεράσει τα τρία τρισεκατομμύρια, τα οποία έχουμε δανειστεί εξ ολοκλήρου από το εξωτερικό.
  • * Αυτό που συνέβη στην Αμερική είναι, όπως λέγεται, το τέλος του φιλελευθερισμού;
- Η χρηματοοικονομική κατάρρευση έχει κατακλυσμιαίες επιπτώσεις όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στις ιδέες για τα οικονομικά. Κατά κάποιον τρόπο, τα γεγονότα αυτού του Σεπτεμβρίου θα είναι για τον φονταμενταλισμό των αγορών ό,τι υπήρξε και η πτώση του Τείχους του Βερολίνου για τον κομμουνισμό. Αυτή ήταν η αποφασιστική στιγμή κατά την οποία διαπιστώσαμε πως ο κομμουνισμός δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Γνωρίζαμε, βεβαίως, και από πριν ότι το κομμουνιστικό σύστημα ήταν βαθιά ελαττωματικό όπως συνέβαινε και με το φονταμενταλισμό των αγορών.

  • * Κατά την εκτίμησή σας, ποιος θα είναι ο αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία;
- Τεχνικά οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε ύφεση, η οποία ορίζεται σαν δύο συνεχή τρίμηνα με αρνητική ανάπτυξη. Ομως το αν βρισκόμαστε σε ύφεση είναι λιγότερο σημαντικό από το γεγονός ότι η οικονομία θα λειτουργεί κάτω από τις δυνατότητές της και ότι η ανεργία θα αυξηθεί. Η παγκόσμια οικονομία κατευθύνεται προς σημαντική επιβράδυνση. Οταν παίρνει την κάτω βόλτα, συχνά ακούτε τους ειδικούς να συζητούν αν αυτή η επιβράδυνση θα είναι στο πρότυπο του γράμματος «V», δηλαδή σύντομη αλλά αιχμηρή, ή θα είναι στο πρότυπο του γράμματος «U», δηλαδή μεγαλύτερης διάρκειας αλλά πιο ήπια. Σήμερα, ωστόσο, η οικονομία μπορεί να μπαίνει σε μια φάση επιβράδυνσης, η οποία περιγράφεται καλύτερα με το πρότυπο του γράμματος «L». Πρόκειται για μία πολύ αδύναμη κατάσταση και είναι πιθανόν να παραμείνει σ' αυτή τη φάση για αρκετό χρονικό διάστημα. Αυτή η επιβράδυνση ειδικά στην Αμερική ενδεχομένως να είναι ιδιαίτερα σκληρή για τους φτωχότερους ανθρώπους. Ο διεθνής ανταγωνισμός, τα συνδικάτα που φυλλορροούν, η διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου και μία αδύναμη αγορά εργασίας συνωμοτούν εναντίον του μέσου εργαζόμενου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα υπάρξει και σημαντική αύξηση της ανεργίας. Ασθενείς αγορές εργασίας σημαίνει, επίσης, ότι οι πραγματικοί μισθοί θα παραμείνουν στάσιμοι. Στις ΗΠΑ η ανεργία έχει φθάσει ήδη στο 6,1% αλλά αυτό δεν περιλαμβάνει και τους «μεταμφιεσμένους» ανέργους, δηλαδή αυτούς που απασχολούνται ακούσια σε καθεστώς μερικής απασχόλησης. Αν αυτοί συμπεριληφθούν στο ποσοστό, τότε η συνολική ανεργία θα ξεπεράσει το 11%. Και είναι πιθανόν να αυξηθεί σε επίπεδα που δεν έχουμε δει από τη μεγάλη ύφεση του 1929.
  • * Ηρθε, λοιπόν, η ώρα για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης;
- Η ανάπτυξη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως ένα ζήτημα αύξησης του ΑΕΠ. Πρέπει να είναι βιώσιμη. Η ανάπτυξη που βασίζεται στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος, στην έξαρση της κατανάλωσης με δανεικά ή στην εκμετάλλευση σπανίων φυσικών πόρων χωρίς να επανεπενδύουμε το προϊόν δεν είναι βιώσιμη. Δεν χρειάζεται να αυξήσει κανείς την ανισότητα για να έχει ανάπτυξη. Οι κυβερνήσεις μπορούν να την αυξήσουν, διαχέοντας τον πλούτο καθώς ο πολυτιμότερος πόρος κάθε χώρας είναι οι άνθρωποι.
  • * Τελικά, η πολιτική πρέπει να παρεμβαίνει στα οικονομικά δρώμενα;
- Καμία σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει καλά αν η κυβέρνηση δεν παίζει ένα σημαντικό ρόλο. Αν η κυβέρνηση τώρα πρέπει να σώσει τις αγορές που έχουν αποτύχει, τότε πρέπει να διασφαλίσει και ότι οι πιθανότητες να χρειαστεί να επαναλάβει κάτι τέτοιο στο μέλλον πρέπει να μειωθούν. Οι τράπεζες δεν κατάφεραν να διαχειριστούν επιτυχώς το ρίσκο. Δεν έδωσαν καλά δάνεια και διασπάθισαν τα χρήματα, τα οποία τους είχαν εμπιστευτεί. Οι ελεγκτές υποτίθεται ότι έπρεπε να τις σταματήσουν. Απέτυχαν. Ενας από τους λόγους γι' αυτό είναι πως από την εποχή Ρέιγκαν, οι έλεγχοι αποδυναμώθηκαν και ορίστηκαν ως ελεγκτές άνθρωποι που δεν πίστευαν στη ρύθμιση, αλλά στην ελεύθερη αγορά. Το σύνθημα «εμπιστευόμαστε τον Θεό» («in God we Trust») αντικαταστάθηκε με το «εμπιστευόμαστε την αγορά». Τώρα λοιπόν ο στόχος είναι να επιδιορθώσουμε τη ζημιά και όχι να αφήσουμε για το μέλλον τις μεταρρυθμίσεις των ελεγκτικών μηχανισμών, καθώς υπάρχει κρίση εμπιστοσύνης. Γιατί, δηλαδή, πρέπει κανείς να περιμένει ότι οι τράπεζες, οι οποίες συμπεριφέρθηκαν τόσο άσχημα στο παρελθόν, θα συμπεριφερθούν καλύτερα στο μέλλον αν δεν αλλάξουμε από τώρα τους κανόνες του παιχνιδιού; Δεν θα αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη, αν δεν αρχίσουμε να διαμορφώνουμε καλύτερες ρυθμιστικές και ελεγκτικές δομές. Κι αυτόν ακριβώς τον τρόπο αναζητούμε τώρα.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/10/2008

Η κρίση ανοικοδομεί την Ευρώπ

JEAN-MARIE COLOMBANI

Οσο διαρκεί η κρίση οικοδομείται, ή ακόμη καλύτερα ανοικοδομείται η Ευρώπη. Ετσι τουλάχιστον θα θέλαμε να εξελιχθούν, σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα. Αυτό θα ήθελε και ο Νικολά Σαρκοζί να συμβεί σε ό,τι αφορά τη Γαλλία. Η ιδέα ήταν αρχικά απλή. Απέναντι σε μια πρωτοφανή και πολύ σοβαρή κατάσταση η οποία απειλεί την ευημερία των ευρωπαϊκών χωρών αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν όχι μόνο να αντιδράσουμε άμεσα και αποτελεσματικά, αλλά ακόμη περισσότερο να εργαστούμε για την αναγέννηση της Ευρώπης. Για μια Ευρώπη ικανή να αποτελέσει το εργαλείο εξόδου από την παρούσα κρίση, αλλά και το ανάχωμα σε μια ακόμη πιο ισχυρή - μελλοντική - κρίση. Ας μην παραλείψουμε να αναφέρουμε τη συνεισφορά του δραστήριου γάλλου προέδρου. Αυτό που αποκομίσαμε ήταν διαδοχικά μία αποτυχία και μία επιτυχία. Αποτυχία κατά την πρώτη συγκέντρωση της ομάδας των τεσσάρων ευρωπαϊκών κρατών (G4) που συμμετέχουν στην G8, η οποία πραγματοποιήθηκε στο προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων. Επιτυχία, όμως, κατά τη Σύνοδο των αρχηγών των χωρών της ευρωζώνης που πραγματοποιήθηκε στις 12 Οκτωβρίου, όπου τέθηκαν οι βασικές αρχές του σχεδίου εξόδου από την κρίση και συμφωνήθηκε ο τρόπος εφαρμογής τους σε εθνικό επίπεδο (ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και κυρίως εγγύηση των καταθέσεων). Το συνολικό σχέδιο κατέστη εφικτό χάρη στην ενεργό συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία υιοθέτησε και αυτή την ίδια πολιτική. Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα για τις αγορές. Σε τέτοιο βαθμό που πιστέψαμε προς στιγμήν ότι τα πιο δύσκολα πέρασαν.

Στη συνέχεια ακολούθησαν οι προβλέψεις της ύφεσης. Η ύφεση, ή πιο απλά η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, δεν ταυτίζεται με την οικονομική κάμψη. Δεν υπάρχει επομένως κανένα κοινό, σε αυτό το στάδιο, με την κατάρρευση του 1930. Είναι όμως τόσο μακρινή η ανάμνηση της ύφεσης που η πρόβλεψή της είναι από μόνη της αρκετή για να βυθιστούν οι αγορές. Δεν ήταν λοιπόν παράλογο από την πλευρά της γαλλικής προεδρίας της Ενωσης να θελήσει να εφαρμόσει μια πολιτική η οποία φάνηκε σε πρώτη φάση επιτυχημένη ως προς τον τραπεζικό και τον χρηματοοικονομικό τομέα. Απέναντι λοιπόν στον φόβο της ύφεσης η Ευρώπη θα μπορούσε να αντιτάξει ένα σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης. Κάτι το οποίο θα επέτρεπε επίσης τη συντονισμένη δράση Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά το σχέδιο Πόλσον για τη διάσωση των τραπεζών, ο επικεφαλής της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Μπεν Μπερνάνκι επιδοκίμασε και αυτός τη νομοθετική ρύθμιση για την αναθέρμανση της οικονομίας, την οποία είχαν προηγουμένως υπερψηφίσει οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο, προσβλέποντας βέβαια στη νίκη του Ομπάμα στις προσεχείς εκλογές. Μια αντίστοιχη πρόταση έκανε και ο Νικολά Σαρκοζί, προσθέτοντας την ιδέα για τη θέσπιση ενός «κοινού ευρωπαϊκού ταμείου» έτσι ώστε να αποτρέψουμε να περάσουν οι μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες - των οποίων οι μετοχές υποχωρούν και μάλιστα δραματικά εξαιτίας της κρίσης των αγορών - στα χέρια ξένων «επενδυτικών κεφαλαίων». Μια διάταξη συγκροτημένη και λογικά τεκμηριωμένη η οποία δυστυχώς, συνάντησε την απόλυτη αντίθεση της Γερμανίας.

Ας συγκρατήσουμε λοιπόν στη μνήμη μας ότι η κρίση αυτή ανέδειξε στο ευρωπαϊκό προσκήνιο μια ευχάριστη έκπληξη, τη Μεγάλη Βρετανία, και έναν μεγάλο απόντα, τη Γερμανία. Είναι πρόδηλο ότι, αν και ανήκουν στην ίδια πολιτική οικογένεια, η Ανγκελα Μέρκελ δεν είναι Χέλμουτ Κολ. Βρίσκεται πολύ κοντά στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Σρέντερ: αντιτάσσει διαρκώς στις γαλλικές προτάσεις για μια ευρωπαϊκή προοπτική ένα στενά εθνικό όραμα, το οποίο μοιάζει να υπαγορεύεται από εκτιμήσεις που σχετίζονται με την εσωτερική πολιτική. Φαίνεται ότι η ίδια έχει αποφασίσει να περιορίσει τους ορίζοντές της. Ετσι, αρνήθηκε στην αρχή να εγκρίνει την ίδρυση ενός κοινού ευρωπαϊκού ταμείου, στη συνέχεια το σχέδιο για αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας και τέλος τα επενδυτικά ευρωπαϊκά κεφάλαια. Σύμφωνα με τη δική της οπτική, τα χρήματα του γερμανού φορολογούμενου πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την ενίσχυση του γερμανικής οικονομίας. Κατά τον ίδιο τρόπο αρνείται, δίνοντας το «καλό παράδειγμα», να δώσει χρήματα για τα άλλα κράτη. Τέτοιου είδους αντιλήψεις είχαμε αντιμετωπίσει και πριν από χρόνια. Μια λογική, δηλαδή, η οποία διαχωρίζει τα κράτη του Βορρά με τις «σοβαρές οικονομίες» από τις χώρες του Νότου, το λεγόμενο «Club Mediterranée».

Αυτή, όμως, η αντίληψη της γερμανίδας καγκελαρίου είναι λανθασμένη. Στην παρούσα κρίση όλοι έχουν την ανάγκη όλων. Αλλωστε η ιδέα ότι οι μεγάλοι πληρώνουν για τους μικρούς, οι παλαιότεροι για τους νεότερους και οι πλούσιοι για τους φτωχούς αποτελεί βασικό θεμέλιο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το να γυρίζεις την πλάτη σε αυτή τη λογική μπορεί να προκαλέσει μακροπρόθεσμα πολλές συνέπειες. Αυτά τα πολύ σοβαρά πισωγυρίσματα δεν μπορούν προς το παρόν να αντισταθμιστούν από το νέο ευρωπαϊκό πνεύμα του Γκόρντον Μπράουν. Και αυτό διότι εξαιτίας του Τόνι Μπλερ οι Βρετανοί δεν συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ. Για να συνεχίσει λοιπόν να βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία, ο Νικολά Σαρκοζί σκέφθηκε να θέσει εαυτόν στην εμπροσθοφυλακή: αυτό που οραματίζεται, αφού παραδώσει την ευρωπαϊκή προεδρία στους πιστούς ευρωσκεπτικιστές Τσέχους, είναι να διοργανώσει τη δομή του Eurogroup, της ομάδας δηλαδή των χωρών της ευρωζώνης, να ενισχύσει το ενιαίο νόμισμα μέσω της πιο στενής σύγκλισης της οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη και μέσω μιας ενιαίας διαχείρισης της κρίσης. Ολα αυτά, θέτοντας ο ίδιος υποψηφιότητα για την ηγεσία της ζώνης του ευρώ. Κάτι το οποίο δεν θα αρέσει βεβαίως στην κυρία Μέρκελ. Το μόνο που μπορούμε να πούμε: ας πρόσεχε!

  • Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Monde». Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».

Το ΒΗΜΑ, 26/10/2008

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Το «τέλος της Δύσης» σε νέα έκδοση

Του Πετρου Παπακωνσταντινου, Η Καθημερινή, Kυριακή, 26 Oκτωβρίου 2008

Η ρήξη ανάμεσα στην Αμερική του Μπους και την «παλιά Ευρώπη» των Σιράκ και Σρέντερ τις παραμονές του πολέμου εναντίον του Ιράκ γέννησε μια ολόκληρη φιλολογία περί «Τέλους της Δύσης». Στο μικρό, αλλά πολύκροτο βιβλίο του «Παράδεισος και Εξουσία», ο νεοσυντηρητικός Ρόμπερτ Κέιγκαν υποστήριξε ότι Ευρώπη και Αμερική κινούνται σε ασύμβατες τροχιές γιατί ζουν σε διαφορετικούς πλανήτες - η μεν Ευρώπη στην Αφροδίτη, θεά της ομορφιάς και της αρμονίας, η δε Αμερική στον Αρη, θεό του πολέμου και της σύγκρουσης.

Περισσότερο απαισιόδοξος, ο πρώην σύμβουλος του Κλίντον, Τσαρλς Κάπτσαν, προέβλεψε ότι η επόμενη, ιστορική σύγκρουση δεν θα είναι μεταξύ της Δύσης και του Ισλάμ (ή της Ρωσίας, ή της Κίνας), αλλά μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης. Ο Κάπτσαν συνέκρινε τη Δύση της εποχής μας με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά την απόφαση του Διοκλητιανού να τη χωρίσει σε Δυτική και Ανατολική. Η κοινή πολιτιστική κληρονομιά και η κοινή θρησκεία Ρώμης και Βυζαντίου, υποστήριζε ο Κάπτσαν, δεν τις εμπόδισε να αναπτύξουν ανταγωνιστικές σχέσεις. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα, κατά τον Αμερικανό αναλυτή, σε ολοένα και μεγαλύτερη κλίμακα, στις σχέσεις μεταξύ των δύο ακτών του Ατλαντικού.

  • Πρόωρες εκτιμήσεις

Με τους Μέρκελ και Σαρκοζί να έχουν αντικαταστήσει από καιρό τους Σρέντερ και Σιράκ, με τον Μπους να ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο και με τον Ομπάμα να μιλάει ενώπιον 200.000 ανθρώπων στο Βερολίνο, οι εκτιμήσεις αυτές, που γεννήθηκαν τον θυελλώδη χειμώνα του 2003, φαίνονται τουλάχιστον πρόωρες. Ωστόσο, η διεθνής οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τη Γουόλ Στριτ επανέφερε με άλλον τρόπο τη φιλολογία περί «τέλους» ή έστω «παρακμής» της Δύσης.

Ο αρθρογράφος της ισπανικής El Pais, Μ. Α. Μπαστενιέρ, σημείωνε πρόσφατα ότι τα παθήματα της Αμερικής και της Δύσης εν γένει ξεσήκωσαν κύμα χαιρέκακης ικανοποίησης σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη, σε στυλ «Καλά να πάθουν»! Κι αυτό όχι μόνο στον αραβομουσουλμανικό κόσμο, αλλά και στη Λατινική Αμερική και την Απω Ανατολή - πολύ περισσότερο απ' ό,τι είχε συμβεί μετά την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων.

  • Αλλη μια απώλεια

Σε πρόσφατο άρθρο του, ο αναλυτής της Washington Post Αντονι Φαϊόλα, εκτιμούσε ότι «η χειρότερη χρηματοπιστωτική κρίση μετά τη Μεγάλη Υφεση (1929 - 33) προκάλεσε άλλη μια απώλεια: τον αμερικανικού τύπου καπιταλισμό». Και εξηγούσε:

«Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν Σταυροφορία για να πείσουν τον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα τις αναπτυσσόμενες χώρες, να καταργήσουν τη βαριά, κρατική παρέμβαση στις τράπεζες και τη βιομηχανία. Αλλά το υπερφιλελεύθερο μοντέλο του αμερικανικού καπιταλισμού ενοχοποιείται σήμερα για την υπερχρέωση της εύκολης πίστωσης, την άρρωστη αγορά ακινήτων και τα τοξικά απόβλητα της Γουόλ Στριτ που μόλυναν το παγκόσμιο, χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η μετέπειτα στροφή στον βαρύ κρατικό παρεμβατισμό (για τη διάσωση των τραπεζών που απειλούνταν με χρεωκοπία) αφαιρεί από την Ουάσιγκτον το ηθικό κύρος που της επέτρεπε να κηρύσσει στην οικουμένη το Ευαγγέλιο του φιλελευθερισμού».

Πολλοί εκτιμούν ότι δεν πρόκειται μόνο για διάβρωση της ιδεολογικής ηγεμονίας, αλλά και για απώλεια πραγματικής ισχύος στον διεθνή στίβο - για το τέλος της «στιγμής» της αμερικανικής μονοκρατορίας, που προέκυψε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Από τις στήλες της WashingtoPost, ο Αμερικανός συγγραφέας Κέβιν Φίλιπς θεωρεί την υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα στην αμερικανική οικονομία ως σύμπτωμα ιστορικής παρακμής, που συνόδεψε στην πτώση τους άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ισπανία, η Ολλανδία και η Βρετανία.

Αυτή είναι η θεώρηση και του Ιταλού οικονομολόγου και ιστορικού Τζιοβάνι Αρίγκι. Ο συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου «Ο μακρύς εικοστός αιώνας» περιγράφει την ιστορία του καπιταλισμού ως διαδοχή μακρών κυμάτων, καθένα από τα οποία χαρακτηρίζεται από την ηγεμονία μιας μεγάλης διεθνούς δύναμης: Βενετία, Γένοβα, Ισπανία, Ολλανδία, Βρετανία, Αμερική. Στην ανοδική φάση κάθε κύματος κυριαρχεί το παραγωγικό κεφάλαιο και στην καθοδική το χρηματιστικό - αυτό είναι το «χρυσό φθινόπωρο», η αναγγελία της επερχόμενης παρακμής.

  • Τέλος εποχής

Στο περιγραφικό σχήμα του Αρίγκι, το κέντρο βάρους της παγκόσμιας ισχύος στους Νεώτερους Χρόνους κινείται από Ανατολάς προς Δυσμάς: Μεσόγειος - Μάγχη - Ατλαντικός. Αρκετοί αναλυτές προεκτείνουν αυτή τη θεώρηση, εκτιμώντας ότι η τρέχουσα κρίση του αγγλοσαξονικού καπιταλισμού θα μετατοπίσει την παγκόσμια ισχύ ακόμη δυτικότερα, από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό Ωκεανό και, κυρίως, στην Κίνα. «Η γεωπολιτική δύναμη, η οποία μέχρι σήμερα ήταν συγκεντρωμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, αρχίζει να μετατοπίζεται προς την Ασία. Η χρηματοπιστωτική κρίση και η συνακόλουθη ύφεση που πλήττουν τη Δύση θα επιταχύνουν, πιθανότατα, αυτή την τάση», έγραφε πρόσφατα ο Ιάπωνας αναλυτής Γιοΐτσι Φουναμπάσι.

Το ενδεχόμενο αυτό θεωρεί τουλάχιστον πιθανό ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Γέιλ και θεμελιωτής της θεωρίας του «παγκόσμιου συστήματος», Ιμάνουελ Βαλερστάιν. Σ' αυτή την περίπτωση, όμως, δεν θα πρόκειται απλώς για αλλαγή σκυτάλης από μια δυτική δύναμη σε μιαν άλλη, αλλά για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, που άρχισε με τις Μεγάλες Ανακαλύψεις: Το τέλος 500 χρόνων παγκόσμιας κυριαρχίας του λευκού ανθρώπου. Μια πραγματικά ιστορική ανατροπή, που είναι δύσκολο κανείς να δεχθεί ότι μπορεί να συμβεί χωρίς μεγάλης κλίμακας συγκρούσεις, ίσως πέρα από τις δυνατότητες σύλληψης της φαντασίας μας.

Από τον μονοπολικό στον… τριπολικό κόσμο;

Δεν είναι η πρώτη φορά που η εικασία περί μετατόπισης της παγκόσμιας ισχύος από τον Ατλαντικό στην Απω Ανατολή χαλάει τον ύπνο των δυτικών ελίτ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η «κίτρινη απειλή» (και όχι η κόκκινη) ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα εφιάλτης μιας Αμερικής που κατακλυζόταν από γιαπωνέζικα βίντεο, τηλεοράσεις και αυτοκίνητα, ενώ εμβληματικά κτίρια του Μανχάταν αγοράζονταν από Γιαπωνέζους επενδυτές. Τέκνο αυτής της πνευματικής ατμόσφαιρας ήταν το σημαντικό έργο του Πολ Κένεντι «Η Ανοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων», το οποίο προέβλεπε ότι ΗΠΑ και ΕΣΣΔ θα μπουν σε φάση σταδιακής παρακμής, με την Ιαπωνία να διεκδικεί την παγκόσμια ηγεμονία και την Κίνα να την ακολουθεί, αν και από μεγάλη απόσταση.

Δύο δεκαετίες αργότερα, η νέα εκδοχή της εικασίας περί μεταβίβασης της ηγεμονίας από τη λευκή φυλή στην κίτρινη, αυτή τη φορά με την Κίνα στη θέση της Ιαπωνίας, δεν φαίνεται λιγότερο προβληματική. Παρ’ όλα τους τα προβλήματα, ΗΠΑ και Ε.Ε. αντιστοιχούν στο μισό της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ η Κίνα, παρά την ταχεία άνοδό της, αντιστοιχεί περίπου στο 1/16, για να μη μιλήσουμε για την απόσταση στα πεδία του κατά κεφαλήν εισοδήματος, της τεχνολογίας και της στρατιωτικής ισχύος.

Είναι πολύ πιθανό ότι η Αμερική θα βγει από την τρέχουσα οικονομική κρίση συγκριτικά αποδυναμωμένη έναντι των κυριοτέρων ανταγωνιστών της. Ωστόσο, η οικονομική υποχώρηση δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε γεωπολιτική συρρίκνωση. Η μακρά ύφεση του 1873 - ’96 σηματοδότησε τη διάβρωση της οικονομικής ηγεμονίας της κατ’ εξοχήν φιλελεύθερης Βρετανίας και την ορμητική άνοδο του «νέου» καπιταλισμού των μεγάλων τραστ στη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο κόσμος, από οικονομική άποψη, ήταν ήδη τριπολικός. Αλλά η Βρετανική Αυτοκρατορία των πέντε ηπείρων, όπου ο ήλιος δεν έδυε ποτέ, δεν έχασε οριστικά την πολιτικοστρατιωτική της κυριαρχία παρά ύστερα από μισό αιώνα και δύο παγκόσμιους πολέμους – στους οποίους, μάλιστα, «νίκησε».

Στο πρόσφατο βιβλίο του «Ο Δεύτερος Κόσμος», ο Αμερικανοϊνδός αναλυτής Πάραγκ Χάνα συμμερίζεται την εκτίμηση ότι η εξαιρετική «στιγμή» της αμερικανικής μονοκρατορίας βαίνει προς το τέλος της και εκτιμά ότι ο 21ος αιώνας θα σφραγιστεί από τον ιστορικό ανταγωνισμό μεταξύ τριών υπερδυνάμεων – Αμερικής, Ευρωπαϊκής Ενωσης και Κίνας. Τα τρία αυτά κέντρα συμπεριφέρονται, κατά τον συγγραφέα, ως «frenemies», άλλοτε συνεταίροι και άλλοτε αντίπαλοι, με το μέλλον των σχέσεών τους αβέβαιο. Ρωσία, Ινδία, Ιαπωνία, Βραζιλία και άλλες μεγάλες χώρες μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο, καθορίζοντας πού θα γείρει η πλάστιγγα, αλλά δεν θα είναι, κατά τον Χάνα, οι πρωταγωνιστές του αγώνα για την παγκόσμια ηγεμονία.

Η ανάλυση του συγγραφέα θυμίζει το ζοφερό έργο του Τζορτζ Οργουελ «1984», το οποίο εξελίσσεται στο φόντο μιας πλανητικής, τριγωνικής σύγκρουσης Ωκεανίας - Ευρασίας - Εστασίας. Οι ενστάσεις που θα μπορούσαν βάσιμα να εγερθούν είναι προφανείς: Υπερτίμηση της κινεζικής δυναμικής, υποτίμηση της Ρωσίας, του μόνου κράτους που διαθέτει πυρηνική ισοτιμία με την Αμερική κ.ά. Αλλά η βασική του ιδέα, ότι δηλαδή η οικονομική αποσταθεροποίηση του πλανήτη και το τέλος της αμερικανικής μονοκρατορίας προοιωνίζονται την επιστροφή των μεγάλων, γεωπολιτικών ανταγωνισμών, δεν μπορεί εύκολα να αντικρουσθεί.

Ο καπιταλισμός (και ο... Μαρξ) επιστρέφει

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές ενδείξεις ιδεολογικού θριάμβου του καπιταλισμού μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ ήταν η… εξαφάνισή του από το λεξιλόγιο της δημόσιας αντιπαράθεσης. Τα κόμματα εξουσίας, συντηρητικά ή κεντροαριστερά, θα μιλούσαν στο εξής για «οικονομία της αγοράς» – κατά προτίμηση ελεύθερης αγοράς ή αγοράς που πρέπει επειγόντως να ελευθερωθεί από τα δεσμά του κρατισμού. Ακόμη και ριζοσπαστικά, αριστερά κινήματα επέλεγαν ως νέους εχθρούς τον «νεοφιλελευθερισμό» ή την «παγκοσμιοποίηση» για να μην κατηγορηθούν για ξύλινη, παλαιοκομμουνιστική γλώσσα.

Αντιστρόφως, η επιστροφή του όρου «καπιταλισμός» στα καθημερινά δελτία ειδήσεων και στις δηλώσεις των πολιτικών ηγετών, από τον Μακέιν μέχρι τη Μέρκελ, αποτελεί ένδειξη ιδεολογικής κρίσης του συστήματος. Δεν είναι τυχαίο που ο –πληθωρικός όπως πάντα– Νικολά Σαρκοζί πρότεινε, μετά τη συνάντησή του με τον Τζορτζ Μπους, την… επανίδρυση του καπιταλισμού, παραπέμποντας συνειρμικά στους αριστερούς που αναζητούσαν κάποιου είδους «Κομμουνιστική Επανίδρυση» (όπως ονομάστηκε η εξ αριστερών διάσπαση του ΚΚ Ιταλίας) πάνω από τα ερείπια του Τείχους του Βερολίνου.

Και να ήταν μόνο αυτό… Ο γκωλικός πρόεδρος της Γαλλίας δεν δίστασε να φωτογραφηθεί ξεφυλλίζοντας το «Κεφάλαιο» του Μαρξ (για να είμαστε δίκαιοι, με διαφορά φάσης έναντι του Κ. Καραμανλή, ο οποίος είχε πιστοποιήσει σε ανύποπτο χρόνο την εξοικείωσή του περί τα μαρξιστικά με συνέντευξή του στο περιοδικό «Διαβάζω» και τον Γιάννη Μπασκόζο). Στο μεταξύ, η εφημερίδα TIMES προειδοποιούσε τους αναγνώστες της με το σύνθημα «Ξανάρχεται!» κάτω από πορτρέτο του Μαρξ, οι πωλήσεις βιβλίων του οποίου σημειώνουν κατακόρυφη άνοδο στη Γερμανία.

Ηταν γνωστό, βέβαια, ότι από κάθε κρίση του καπιταλισμού υπάρχουν κάποιοι μεγαλοκαπιταλιστές που βγαίνουν ιδιατέρως ωφελημένοι. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι, μεταξύ των κερδισμένων αυτής της κρίσης, φαίνεται να είναι και ο… μαρξισμός! Αλλη μια ειρωνεία: τη στιγμή που ανεβαίνουν οι μετοχές του Μαρξ στο χρηματιστήριο των ιδεών, δεν έχουν απομείνει και πολλοί μαρξιστές για να διεκδικήσουν μέρισμα…

Ιnfo

- Parag Khana, «The Second World: Empires and Influence in the New Global Order», Random House, 2008.

- Michael Hudson & Jeffrey Sommers, «The End of the Washington Consensus», Counter Punch, V. 15, No 17, October 1- 15, 2008.

- Immanuel Wallerstein, «Le capitalisme touche a sa fin», Le Monde, 11 octobre 2008.

- Yoichi Funabashi, «Un monde en mal de leadership», Courrier International, No 936, 9-15 octobre 2008.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Οι «μαύρες μέρες» του 1929-1933

«Ο λαός πεινά - οι καρχαρίες πλουτίζουν». Κάπως έτσι θα μπορούσαν να περιγραφούν απλοϊκά οι επιπτώσεις της κρίσης του 1929-1933 στην Ελλάδα. Οι φράσεις αυτές κι άλλες παρόμοιες βρίσκονται -τότε- στην ημερήσια διάταξη. Οι συγκεκριμένες δεν προέρχονται από κομμουνιστικές εφημερίδες, αλλά από αστικές αντιβενιζελικές. Εκφράζουν σχηματικά τον τρόπο που βιώνει η κοινωνία τα όσα διαδραματίζονταν. Σ αντίθεση με την επίσημη εικόνα, που προβάλλει από τους οικονομικούς δείκτες της ίδιας περιόδου. Οτι, δηλαδή, οι επιπτώσεις του κραχ στη χώρα μας δεν είχαν τις δραματικές διαστάσεις που πήραν αλλού...

Οι «μαύρες μέρες» του 1929-1933

Η «μαύρη Πέμπτη» της 24ης Οκτωβρίου 1929 θα περάσει απαρατήρητη στην Ελλάδα. Το ίδιο και οι επόμενες «μαύρες» μέρες για τα διεθνή χρηματιστήρια. Τα πρώτα τηλεγραφήματα των ξένων πρακτορείων περί χρηματιστηριακού πανικού θα δημοσιευτούν στον ελληνικό Τύπο σχεδόν μία εβδομάδα μετά τη θυελλώδη έναρξη του κραχ.

Το γεγονός από μόνο του δείχνει όχι μόνο το επίπεδο ενημέρωσης, αλλά και γενικά το «καθυστερημένο» παντού στη χώρα. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ η Γουόλ Στριτ φλέγεται κι αρχίζουν να παίρνουν φωτιά άλλα χρηματιστήρια, το ελληνικό ακολουθεί για αρκετό καιρό τη συνήθη πορεία του. Με μικροδιακυμάνσεις, που αποδίδονται στην κυβερνητική αστάθεια της Γαλλίας!

Καθυστερημένη η ενημέρωση για την κρίση, καθυστερημένες και οι επιπτώσεις της στην ελληνική οικονομία, αλλά και την πολιτική. Για πολλούς και διάφορους λόγους, που μπορούν να συνοψιστούν στον χαρακτήρα και τη δομή της οικονομίας της (κυρίως γεωργική, περιορισμένη βιομηχανία, κατεξοχήν ελλειμματική στις εξωτερικές συναλλαγές, εξαρτημένη από τον δανεισμό κ.ά.).

Η συζήτηση, που γίνεται αρχικώς στη χώρα, περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα αν «η στενότης χρήματος» εκείνων των ημερών είναι συγκυριακή ή σύμπτωμα της κρίσης. Αν οφείλεται σε παραδοσιακά τραπεζικά κερδοσκοπικά «κόλπα» και στον πόλεμο που μαίνεται μεταξύ της νεοσύστατης Τραπέζης της Ελλάδος και της Εθνικής (μια σύγκρουση που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και πολιτική - κομματική).

  • Η απάντηση Βενιζέλου

Στο μείζον ερώτημα αν υπάρχει ή όχι οικονομική κρίση, η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου σπεύδει να δώσει κατηγορηματικά αρνητική απάντηση. Οπως αρνητικά απαντά στο ίδιο ζήτημα αν όσα συμβαίνουν διεθνώς (χρηματοπιστωτική - τραπεζική κρίση και οικονομική ύφεση) είναι δυνατόν να φθάσουν στη χώρα μας.

Διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις και τους φόβους, ο ίδιος ο πρωθυπουργός δίνει και φραστικές εγγυήσεις για τη «δημόσια πίστη και τις καταθέσεις» (Νοέμβριος 1929)!

Οι «μαύρες μέρες» της Γουόλ Στριτ μοιάζουν απόμακρες και ξένες. Η εντύπωση που καλλιεργείται είναι πως δεν έχουν σχέση με την ελληνική οικονομία, που προχωρά με αισιοδοξία στο πρόγραμμα για τη σταθεροποίηση της δραχμής, τα μεγάλα παραγωγικά έργα, την ανασυγκρότηση, τις καλύτερες μέρες κ.λπ. κ.λπ.

Μάταια ο νεαρός καθηγητής Οικονομίας Ξ. Ζολώτας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, αν και λίγο διστακτικά: «Ολη η Αθήνα ρωτά, γράφει στα τέλη του 1929, υφίσταται οικονομική κρίσις εις την Ελλάδα;». Η καταφατική απάντηση δεν γίνεται γενικώς αποδεκτή. Οχι μόνο στη συγκεκριμένη συγκυρία, αλλά και τα επόμενα δυο-τρία χρόνια.

  • Με αυταρέσκεια

Ενώ η κρίση απλώνεται στον χρηματιστηριακό τομέα, στον τραπεζικό και την πραγματική οικονομία όλοι οι αρμόδιοι, ακόμη και το 1931, υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα έχει αποφύγει τις χειρότερες συνέπειες. Αυτάρεσκα προβάλλονται ως απόδειξη οικονομικής υγείας οι τρεις συνεχόμενοι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί (1929-1931).

Ούτε η αντιβενιζελική αντιπολίτευση, όμως, έχει καταλάβει τι συμβαίνει. Επιρρίπτει ευθύνες στην πολιτική της ΤτΕ (πολιτικός στόχος της είναι η συγχώνευση με την Εθνική) και στο σπάταλο κράτος.

Αργησαν απελπιστικά πολιτικοί και οικονομολόγοι να αντιληφθούν ότι η παλιά διεθνής οικονομική τάξη είχε ανατραπεί. Εμειναν καθηλωμένοι σε οικονομικές αρχές του φιλελευθερισμού. Δηλαδή της κυρίαρχης τότε «ορθοδόξου οικονομίας» που κατέρρεε.

Ισως αυτή να είναι και η μεγαλύτερη ομοιότητα μεταξύ της κρίσης του 1929-1933 και των ημερών μας, σε κυβερνητικό επίπεδο.

  • Οι περίοδοι της κρίσης

Τυπικά, οι επιπτώσεις της κρίσης έγιναν αισθητές με τρία διαδοχικά κύματα: 1) Από την αρχή της κρίσης έως τον Σεπτέμβριο του 1931, όταν εγκαταλείπεται η σύνδεση της δραχμής με την αγγλική λίρα (μέσω στερλίνας συνδέεται η δραχμή με τον «χρυσό κανόνα»). 2) Από τη σύνδεση της δραχμής με το δολάριο έως την εγκατάλειψη του «κανόνα του χρυσού» τον Απρίλιο του 1932. 3) Από την κήρυξη πτώχευσης μέχρι την τυπική λήξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 1933.

  • Η πορεία της πτώσης

Το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο (ένα σώμα οικονομικών εμπειρογνωμόνων που συστάθηκε τη δεκαετία του 1930) χωρίζει την περίοδο και τις επιπτώσεις της στην οικονομία σε πέντε στάδια. Σε καθένα αποδίδει κι ένα χαρακτηριστικό, με βάση τις εκτιμήσεις του για τις παρενέργειες που είχε: 1929: μικρή πτώση 1930: γρήγορη πτώση της οικονομίας τέλος 1931: απότομη και κατακόρυφη πτώση 1932: μικρή άνοδος 1933: ακόμη μικρότερη άνοδος.

  • Οι ελληνικοί «πειραματισμοί» και η χρεοκοπία

Πέρα από τις συγκεκριμένες οικονομικές επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης του 1929-1933 στα καθ ημάς, προκύπτουν μερικά γενικότερα συμπεράσματα, με κάποια επικαιρότητα ενδεχομένως:

Η βενιζελική κυβέρνηση, σε πρώτη φάση, έχει την πίστη ότι η στερλίνα και ολόκληρο το σύστημα δεν μπορεί να καταρρεύσει. Αυτό θα σήμαινε, υποτίθεται, το τέλος «της κεφαλαιοκρατικής δημοκρατικής τάξεως». Το επακόλουθο είναι ότι εξαντλείται στην αναζήτηση κεφαλαίων από το εξωτερικό, που δεν βρίσκει, αφού πια δεν είναι διαθέσιμα.

Οταν η παγκόσμια κρίση βιώνεται κυρίως ως νομισματική στην Ελλάδα, πολιτικοί και οικονομολόγοι αυτοσχεδιάζουν προσκολλημένοι σε θρυμματισμένες από την πραγματικότητα οικονομικές αρχές. Αποσπασματικά και χωρίς σχέδιο.

Ο αστικός κόσμος στο σύνολό του πίστευε ακόμη σ' ένα σύστημα διεθνών σχέσεων, το οποίο παράπαιε. Πόνταρε σε μια αδύνατη και ανέφικτη διεθνή συνεννόηση.

Η Ελλάδα παρακολουθούσε απλώς την οικονομική κρίση να εξελίσσεται... Ετσι, μοιραία η χώρα οδηγήθηκε στη χρεοκοπία το 1932. Ακριβώς την περίοδο που έτεινε να κλείσει τυπικά ο κύκλος της παγκόσμιας κρίσης.

Η Ελλάδα απέναντι στην κρίση ήταν σαν ένα πλοίο που κατέβασε τα πανιά και κινούνταν στο άγνωστο...

  • Το ελληνικό κραχ

Ο πανικός καταλαμβάνει το ελληνικό πιστωτικό σύστημα από τις 21 έως τις 26 Σεπτεμβρίου 1931. Δηλαδή, όταν αποφασίζεται η αποσύνδεση της αγγλικής λίρας από τον «χρυσό κανόνα» και αίρεται η μετατρεψιμότητα της δραχμής σε χρυσό (η μετατρεψιμότητα του ελληνικού νομίσματος γινόταν μέσω της στερλίνας). Μέσα σε έξι μέρες η Τράπεζα της Ελλάδος έχασε συνάλλαγμα συνολικής αξίας 3,6 εκατ. δολαρίων. Στο όργιο κερδοσκοπίας και φυγάδευσης κεφαλαίων στο εξωτερικό πρωτοστάτησαν όχι μόνο Ελληνες μεγαλοκαπιταλιστές, αλλά και τράπεζες.

  • Από τη σύνδεση με το δολάριο έως τη «στάση πληρωμών»

21 Σεπτεμβρίου 1931
Η Ελλάδα αντί να εγκαταλείψει τη χρυσή βάση, όπως η αγγλική λίρα, με την οποία ήταν έως τότε συνδεδεμένη, συνδέεται με το δολάριο. Δηλαδή, με άλλο νόμισμα χρυσής βάσης (το δολάριο θα εγκαταλείψει αργότερα τον «χρυσό κανόνα»).

25 Απριλίου 1932
Η δραχμή εγκαταλείπει καθυστερημένα τη «χρυσή βάση». Επανέρχεται το καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας του παρελθόντος. Ετσι χρεοκοπεί το πρόγραμμα σταθεροποίησης της δραχμής που είχε αρχίσει από το 1927-1928 και στο οποίο βασιζόταν όλο το οικονομικό οικοδόμημα του βενιζελισμού.

1 ΜαΪου 1932
Η κυβέρνηση κηρύσσει «στάση πληρωμών». Η Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να πληρώσει τα χρέη και τους τόκους από τον δανεισμό της. Ηταν η τέταρτη χρεοκοπία στη νεοελληνική Ιστορία (η πρώτη το 1827, η δεύτερη το 1843, η τρίτη το 1893).

ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Πανικός με καθυστέρηση στη Σοφοκλέους

Οι επιπτώσεις από το κραχ του 1929 στην πραγματική ελληνική οικονομία θα αρχίσουν να γίνονται βαθμιαία αισθητές. Από το πρώτο, όμως, στάδιο θα πληγούν οι εξαγωγές. Η κρίση χτυπά πρώτα τη γεωργία. Κυρίως ο καπνός και η σταφίδα, που είναι τα κατεξοχήν εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας. Οι τιμές κατρακυλάνε και η παραγωγή μένει αδιάθετη.

Στη γεωργική κρίση θα προστεθεί άμεσα, αλλά θα γίνει κάπως βραδύτερα αισθητός, ο δραστικός περιορισμός του μεταναστατευτικού συναλλάγματος, αλλά και του ναυτιλιακού.

Τα εμβάσματα των Ελλήνων μεταναστών στο εξωτερικό και ειδικά στις ΗΠΑ παίρνουν την κατιούσα. Το ίδιο συμβαίνει, σε ανάλογη κλίμακα, με το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, καθώς πολλά πλοία στην εξέλιξη της κρίσης «δένουν». Η ανεργία στον χώρο της ναυτιλίας έχει άμεσες και ορατές επιπτώσεις.

Η κερδοσκοπία με τον χρυσό και το συνάλλαγμα, όσο η δραχμή διατηρεί τη μετατρεψιμότητά της, «συμπληρώνουν» το πρόβλημα. «Η χώρα πάσχει από κρίσιν του μεγάλου κέρδους», διαπιστώνει αρχές του 1930 ο Ξ. Ζολώτας.

Αλλά η κρίση θ αρχίσει να παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις όταν κλείνουν οι στρόφιγγες του εξωτερικού δανεισμού. Οι οικονομικοί σχεδιασμοί της κυβέρνησης βρίσκονται στον αέρα και τα μεγάλα παραγωγικά έργα στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία κ.α., που βασίζονταν στον δανεισμό και αναμένονταν να αποδώσουν στο μέλλον, στοιχειώνουν.

Επέρχεται ουσιαστικά το τέλος του βενιζελικού προγράμματος οικονομικής ανοικοδόμησης,

όταν όλες οι επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης στο Λονδίνο, το Παρίσι κ.α. για άμεσο δανεισμό πέφτουν στο κενό. Η τραγωδία αρχίζει όταν ο Βενιζέλος χάνει οριστικά τη «μάχη της δραχμής» τον Σεπτέμβριο του 1931. Δηλαδή, τότε που πολλές χώρες εγκαταλείπουν τον «κανόνα του χρυσού» (εξασφάλιση της σταθερότητας της ισοτιμίας των νομισμάτων μέσω της σύνδεσης του κυκλοφορούντος χρήματος με τον χρυσό στα αποθέματα μιας κεντρικής τράπεζας).

Η δραχμή συνδεδεμένη με τον «κανόνα» μέσω της αγγλικής λίρας, καθώς η τελευταία εγκαταλείπει τον κανόνα, βρίσκεται στη δίνη της κρίσης.

Η «βασίλισσα των νομισμάτων» συμπαρασύρει στην πτώση το ελληνικό νόμισμα. Ο πανικός, ετεροχρονισμένα, καταλαμβάνει και τη Σοφοκλέους. Οι πάντες καταριούνται τους οικονομολόγους, ενώ κανείς δεν ξέρει τι θα ξημερώσει.

Παρά τις διαβεβαιώσεις Βενιζέλου ότι «έχει απόλυτον την πεποίθησιν για συγκράτησι και σταθερότητα του ελληνικού νομίσματος» και τα μέτρα που παίρνονται, το ντόμινο συνεχίζεται.

Η ελληνική χρηματαγορά κλείνει επ αόριστον.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Εργατικές εκρήξεις και ήττα Βενιζέλου

Η επιμονή της κυβέρνησης, αλλά και των άλλων αστικών κομμάτων εξουσίας, να παραμείνει η δραχμή στον χρυσό κανόνα, μέσω της σύνδεσής της πλέον με το δολάριο, θα συσσωρεύσει νέα δεινά μετά το 1931. Η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση θα κορυφωθεί την άνοιξη του 1932, ενώ τα αποθεματικά σε χρυσό και συνάλλαγμα θα μειωθούν δραματικά. Το συνάλλαγμα θα φυγαδεύεται στο εξωτερικό και θα οργιάζουν κερδοσκοπικά παιχνίδια, με πρωταγωνιστή την Εθνική Τράπεζα. Ενα μόνο στοιχείο είναι πολύ χαρακτηριστικό: τ αποθέματα σε χρυσό και συνάλλαγμα στην ΤτΕ το 1928 ήταν της τάξης των 4,3 δισ. δραχμών και τον Μάιο του 1932 μόλις 176 εκ. Ολα αυτά είχαν, φυσικά, επιπτώσεις στην παραγωγή, τα εισοδήματα -ειδικά τα λαϊκά, την απασχόληση, την κατανάλωση. Η ανεργία καλπάζει, η αξία της εργασίας μειώνεται δραματικά. Από τις στατιστικές προκύπτει ότι οι μισθωτοί, που δεν έχουν χάσει τη δουλειά τους, βρίσκονται στο όριο της επιβίωσης σε όλη την ευρύτερη περίοδο. Επισήμως η ανεργία από τις 75.000 το 1928 εκτοξεύτηκε στις 237.000 το 1932. Οι τιμές καταναλωτή υπερδιπλασιάστηκαν, ενώ οι μισθοί παρακολουθούσαν την κατακόρυφη άνοδο από πολύ μακριά... Υπάρχει η εντύπωση ότι στη χώρα μας δεν παρατηρήθηκαν τα ακραία μαζικά φαινόμενα των επιπτώσεων που είχε η κρίση αλλού. Πρόκειται για λανθασμένη εντύπωση. Ενα ξεφύλλισμα του Τύπου της εποχής πείθει για το αντίθετο και τη δυστυχία μεγάλων τμημάτων του αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Αλλωστε στη χώρα μας εκείνη την περίοδο, μετά το δράμα της μικρασιατικής καταστροφής και τους 1,5 εκατ. πρόσφυγες, η φτώχεια ήταν ενδημικό φαινόμενο. Το νέο είναι ότι και η πείνα από ατομικό γίνεται κοινωνικό φαινόμενο. Η κατάσταση πυροδότησε δυναμικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων, που πολλές φορές πήραν άγριες διαστάσεις. Η «πάλη των τάξεων» παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις. Το κράτος και οι εργοδότες κατέφυγαν στον αυταρχισμό, στην αστυνομοκρατία και τη στρατοκρατία. Από την άποψη αυτή είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος αποκαλείται στον κομμουνιστικό Τύπο «δικτάτορας». Σε πολιτικό επίπεδο, οι πολιτικές επιπτώσεις της κρίσης ήταν η ήττα του Βενιζέλου και η αυτοεξορία του από την Ελλάδα. Ακόμη η χρεοκοπία του δικομματισμού της εποχής (Φιλελεύθεροι - Λαϊκοί) και η αδυναμία κυβερνητικής αυτοδυναμίας.

Η κατάληξη ήταν η επιβολή της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936.

Τ. ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΣ, ΕΘΝΟΣ, 20/10/2008

Αντιμέτωποι με την κρίση


ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Η δραματική οικονομική κρίση που ξέσπασε αρχικά στην Αμερική, για να συμπαρασύρει γρήγορα την Ευρώπη και να απειλεί σήμερα με αποσταθεροποίηση την παγκόσμια οικονομία, σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής, ίσως και το τέλος του αμερικανικού ή αγγλοσαξονικού μοντέλου του καπιταλισμού, όπως το γνωρίσαμε στις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η κατάρρευση της Γουόλ Στριτ τού θυμίζει την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Τότε κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και σήμερα πεθαίνει, όχι απλώς μια ορισμένη μορφή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός της αγοράς. Πώς αλλιώς μπορούμε, αλήθεια, να περιγράψουμε το θλιβερό και παράδοξο θέαμα των ακραίων νεοφιλελεύθερων, που κρατούν το πηδάλιο της αμερικανικής οικονομίας, οι οποίοι υποχρεώνονται μέσα σε λίγες μέρες να παρέμβουν για να εθνικοποιήσουν πρώτα δύο κολοσσούς της στεγαστικής πίστης, τη Fannie Mae και τη Freddie Mac, κι έπειτα έναν ασφαλιστικό γίγαντα, όπως η American International Group;
Πανικόβλητη η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση σπεύδει να φορτώσει στις πλάτες των Αμερικανών φορολογουμένων ένα ανυπολόγιστο βάρος, προκειμένου να αποτρέψει το μοιραίο κραχ, την πτώση των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών θεσμών και το συνακόλουθο κύμα πανικού που θα παρέλυε την οικονομική ζωή.
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς και πάλι, σε ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στις 15-7-08, πριν ξεσπάσει ανοιχτά η μεγάλη κρίση, σημείωνε ανάμεσα στ' άλλα: «Ο κόσμος δεν υπήρξε ευνοϊκός απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, απέναντι σε εκείνη τη μυριάδα ιδεών που βασίζονται στην αντίληψη ότι οι αγορές αυτοδιορθώνονται, κατανέμουν αποτελεσματικά τους πόρους και υπηρετούν καλά το δημόσιο συμφέρον Αυτός ο φονταμενταλισμός της αγοράς υπήρξε η προϋπόθεση του θατσερισμού, των ριγκανόμικς και της λεγόμενης "συναίνεσης της Ουάσιγκτον" υπέρ της ιδιωτικοποίησης, της φιλελευθεροποίησης και της αποφασιστικής επικέντρωσης των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών στον στόχο της συγκράτησης του πληθωρισμού». Και αφού παρέθετε έναν σφαιρικό καταστροφικό απολογισμό της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ο Στίγκλιτς κατέληγε με τη φράση: «Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός της αγοράς υπήρξε πάντοτε μια πολιτική θεωρία στην υπηρεσία συγκεκριμένων συμφερόντων. Δεν υποστηρίχτηκε ποτέ από μιαν οικονομική θεωρία ούτε και επιβεβαιώνεται από μιαν ιστορική εμπειρία. Το να αφομοιώσουμε μια για πάντα αυτό το μάθημα θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ότι είναι η μικρή ακτίνα φωτός σε ένα μαύρο σύννεφο που σκιάζει ήδη την παγκόσμια οικονομία».
Με αυτή την έννοια η παρούσα κρίση, παρά τις δραματικές επιπτώσεις της και το ακριβό τίμημα που θα κληθούν να πληρώσουν δισεκατομμύρια εργαζόμενοι σε ολόκληρο τον κόσμο, αντιπροσωπεύει ίσως και μιαν ευκαιρία να τερματιστεί η τριαντάχρονη κυριαρχία εκείνης της «μετα-ιδεολογίας», που υπαγορεύει τις δεσμευτικές εντολές της σε όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις του κόσμου. Τι μας έλεγαν, πράγματι, οι κυβερνώντες και οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ όλα αυτά τα χρόνια; Μας έλεγαν ότι «δεν έχουμε άλλη επιλογή», ότι «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο» από το να συμμορφωθούμε στις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, όσο διαφορετικές και αν ήταν οι καταστάσεις και ο βαθμός ανάπτυξης, η συνταγή της οικονομικής πολιτικής ήταν παντού η ίδια: ανταγωνιστικότητα, προτεραιότητα στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και στη μείωση των ελλειμμάτων, απελευθέρωση των αγορών, μείωση της φορολόγησης του κεφαλαίου, ιδιωτικοποιήσεις, ευελιξία της εργασίας, απορύθμιση. Η δυναμική που οργανώνει και ενισχύει η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι εκείνη της παρόξυνσης του ανταγωνισμού ανάμεσα στα άτομα, τις επιχειρήσεις, τα κράτη και τις εθνικές οικονομίες. Η απαίτηση για προσαρμογή στις επιταγές της παγκόσμιας αγοράς επιβάλλει την προτεραιότητα του οικονομικού στοιχείου σε σχέση με το πολιτικό, των οικονομικών ελευθεριών σε σχέση με τις πολιτικές ελευθερίες. Η πολιτική εμφανίζεται έτσι αδύναμη μπροστά σε φαινόμενα όπως η αύξηση των ανισοτήτων, η διάδοση της επισφαλούς εργασίας και της φτώχειας, όχι μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά ακόμη και στο εσωτερικό των πλούσιων χωρών.
Ο νεοφιλελεύθερος μονόδρομος δικαιολογείται συνήθως με το επιχείρημα ότι, αφού κανένα έθνος δεν διαθέτει τη δύναμη να ρυθμίσει και να χαλιναγωγήσει τον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό, η πολιτική είναι υποχρεωμένη να υπακούει στα κελεύσματα των αγορών. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία εμφανίζει την εξέλιξη του κόσμου σαν να είναι μοιραία προκαθορισμένη από κάποιους νόμους της οικονομίας ή από την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Αποκρύπτει έτσι ότι, κατά κανόνα, αυτή η εξέλιξη είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης, στην οποία οι πολιτικές επιλογές έχουν ουσιώδη σημασία. Η ίδια η αποχαλίνωση και παρόξυνση του γενικευμένου ανταγωνισμού είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών των κυβερνήσεων, οι οποίες ήδη από τη δεκαετία του 1970 κατάργησαν θεσμούς και δημόσιες ρυθμίσεις που καθόριζαν μέχρι τότε τους κανόνες, τον χαρακτήρα και την ένταση του διεθνούς οικονομικού παιχνιδιού.
Η ιστορία είναι λίγο ώς πολύ γνωστή. Η δεκαετία του 1970 σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής, εκείνης του εθνικού κεϊνσιανισμού που μεταφράστηκε πολιτικά με το σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας στην Ευρώπη και με το New Deal στην Αμερική. Ο κεϊνσιανισμός εγκαταλείφτηκε τότε επειδή οι παραδοσιακές συνταγές του δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν τον στασιμοπληθωρισμό, που προκλήθηκε από την κατάργηση των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς και την πετρελαϊκή κρίση που ακολούθησε. Στο πάνθεον των οικονομικών θεωριών η εικόνα του Τζον Μέιναρντ Κέινς αντικαταστάθηκε από εκείνη του Μίλτον Φρίντμαν, του πνευματικού πατέρα των Chicago boys, που διέδωσαν τον λόγο του σε ολόκληρο τον κόσμο, ξεκινώντας από τη Χιλή του Πινοσέτ. Η Μάργκαρετ Θάτσερ στο Λονδίνο και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν στην Ουάσιγκτον αναγόρευσαν την απελευθέρωση και την απορύθμιση των αγορών σε οικονομικό ευαγγέλιο ολόκληρης της Δύσης. Η απελευθέρωση της οικονομίας από το βάρος του ζημιογόνου κρατικού παρεμβατισμού έγινε το σύνθημα του διεθνούς νεοσυντηρητισμού.
Ενώ η κρίση της δεκαετίας του 1930 είχε ερμηνευτεί ως αποτυχία του κυρίαρχου τότε οικονομικού φιλελευθερισμού και είχε οδηγήσει σε μιαν αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους, η κρίση της δεκαετίας του 1970 κατέστησε αναξιόπιστες τις δημόσιες πολιτικές και ευνόησε την πολιτική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη δυσφορία για ορισμένες υπαρκτές αρνητικές πλευρές του κρατισμού, όπως ήταν λ.χ. η τάση για αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, η μη παραγωγική χρήση των πόρων σε ορισμένες περιπτώσεις, η πελατειακή φεουδοποίηση του κράτους από τα κόμματα εξουσίας, η ύπαρξη συντεχνιακών προνομίων, η τάση να ευνοούνται παρασιτικά στρώματα, το βάρος των δαπανηρών και ελάχιστα αποτελεσματικών γραφειοκρατιών κ.ά.
Η σφοδρή κριτική σε αυτές τις αρνητικές όψεις επισκίασε τον αναγκαίο και θετικό ρόλο της κρατικής παρέμβασης σε μια σειρά τομείς. Πήραν, αντιθέτως, το προβάδισμα ο εγκωμιασμός της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και η επιδίωξη της φιλελευθεροποίησης και της ιδιωτικοποίησης.
Στη δεκαετία του 1980, όλες σχεδόν οι αναπτυγμένες χώρες εγκατέλειψαν η μία μετά την άλλη τα πολλαπλά εργαλεία δημόσιας δράσης που είχαν αναπτυχθεί μεταπολεμικά (μακροοικονομικές πολιτικές, βιομηχανική πολιτική, κοινωνική προστασία, ρύθμιση και έλεγχος των αγορών, δημόσια επιχειρηματική δραστηριότητα, φορολόγηση του πλούτου και αναδιανομή κ.λπ.). Οι περισσότερες κυβερνήσεις υιοθέτησαν τα μονεταριστικά δόγματα και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να μειώσουν το «βάρος» και τον ρόλο του κράτους. Ακόμα και οι κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς ή της Κεντροαριστεράς θυσίασαν τον στόχο της κοινωνικής δικαιοσύνης στον βωμό της ανταγωνιστικότητας και εφάρμοσαν πολιτικές που δεν απέκλιναν ουσιαστικά από το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Ορισμένοι μάλιστα θεωρητικοί ή πολιτικοί ηγέτες της «εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς εμφάνισαν αυτή την παραίτηση σαν ανανέωση, ταυτίζοντας έτσι τον εκσυγχρονισμό της σοσιαλδημοκρατίας με την υποτελή αποδοχή της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, με τις ιδιωτικοποιήσεις, την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας, την ευελιξία της εργασίας, δηλαδή με «φιλελεύθερες» μεταρρυθμίσεις που μοιάζουν πολύ με εκείνες που προωθεί και η συντηρητική παράταξη.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο θα εφαρμοστεί με καταστροφικές επιπτώσεις και στις αναπτυσσόμενες χώρες μέσα από προγράμματα και πολιτικές που προώθησαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Στη δεκαετία του 1990 θα επιβληθεί και στην Ανατολική Ευρώπη ως το υπόδειγμα πολιτικής που εμπνέει τη μετάβαση των χωρών του πρώην σοβιετικού συνασπισμού στην οικονομία της αγοράς. Αυτή η παγκόσμια επέκταση της οικονομίας της αγοράς συνοψίζεται συνήθως με τον όρο «παγκοσμιοποίηση».
Με την απελευθέρωση των οικονομικών συναλλαγών και της κίνησης των κεφαλαίων δημιουργήθηκε μια μεγάλη παγκόσμια και ανοιχτή χρηματοπιστωτική αγορά. Κυνηγώντας το γρήγορο και εύκολο κέρδος, οι κυρίαρχοι χρηματοπιστωτικοί κύκλοι κυκλοφόρησαν σε αυτή την αγορά μια πολλαπλότητα νέων «προϊόντων». Η απορύθμιση και η απελευθέρωση των αγορών γέννησε πολλές διεθνείς οικονομικές κρίσεις στη Λατινική Αμερική, στη Νότια Ασία, στη Ρωσία και αλλού. Μια ιδιαιτερότητα της σημερινής κρίσης είναι το ότι δεν ξέσπασε στην περιφέρεια του διεθνούς οικονομικού συστήματος, αλλά πλήττει κατευθείαν το μητροπολιτικό του κέντρο.
Η παρούσα κρίση καταρρίπτει ένα προς ένα τα κυριότερα αξιώματα του νεοφιλελευθερισμού και κονιορτοποιεί τις βασικές ιδέες που είχαν αποτελέσει την πυξίδα τόσων κυβερνήσεων στα τελευταία τριάντα χρόνια. Το εύρος και ο χαρακτήρας των δημόσιων παρεμβάσεων, που γίνονται σήμερα υπό την πίεση μιας επείγουσας ανάγκης, καταδεικνύουν ότι η ιδέα του νεοφιλελεύθερου «μονόδρομου», η περίφημη ΤΙΝΑ (There Is Νο Alternative), ήταν ένας μύθος που υπηρετούσε τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας. Επιβεβαιώνεται ότι υπάρχουν πάντα και άλλες επιλογές, ότι ο γενικευμένος οικονομικός πόλεμος, που ευνοεί την επικράτηση των ισχυρών, δεν είναι μια μοιραία και αναπότρεπτη αναγκαιότητα. Ολοι μπορούν τώρα να αναλογιστούν και να συνειδητοποιήσουν ότι η νεοφιλελεύθερη στροφή που πραγματοποιήθηκε στον κόσμο τις τρεις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι η φυσική ή αυτόματη συνέπεια μιας αναπόφευκτης οικονομικής ή τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά προέκυψε από πολιτικές αποφάσεις και υιοθετήθηκε από κυβερνήσεις που διέθεταν ταυτόχρονα και άλλες επιλογές. Ολοι μπορούν τώρα να αντιληφθούν ότι η ιδιοτελής ή απλοϊκή πίστη στις αρετές της ελεύθερης αγοράς είναι μια αστήρικτη θεολογία, που σαρώνεται από τα δραματικά διδάγματα της ιστορικής πραγματικότητας. Τώρα ακόμα και οι νεοφιλελεύθεροι «εθνικοποιούν» αναγνωρίζοντας σιωπηλά και έμμεσα την κρυφή αλήθεια: οι ανεξέλεγκτες και αποχαλινωμένες αγορές προκαλούν ανισορροπίες, ανεργία, φτώχεια, διεύρυνση των ανισοτήτων, σπατάλες, φθορά των δημόσιων αγαθών, οικονομικές κρίσεις και οικολογικές καταστροφές. Τώρα είναι ίσως μια κατάλληλη στιγμή για να επαναπροταθεί η παλιά και λησμονημένη ιδέα ότι στο επίκεντρο της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής πρέπει να βρίσκονται ο άνθρωπος και οι ανάγκες του και επομένως ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων και οι στόχοι της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν πρέπει να θυσιάζονται στον βωμό της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Και είναι ίσως καιρός να αντιληφθούν όλοι ότι οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις δεν πρέπει να εκχωρούν στην αγορά τις πιο σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές αποφάσεις.
Η παρούσα κρίση μάς υποχρεώνει όλους να επανεξετάσουμε σε βάθος τις αντιλήψεις και τις ιδέες που μέχρι τώρα εμφανίζονταν σαν αναντίρρητες αλήθειες και συναποτελούσαν τη «συμβατική σοφία» των καιρών μας. Ελπίζουμε ότι τα κείμενα και οι αναλύσεις που συλλέξαμε και παρουσιάζουμε σε αυτό το αφιέρωμα μπορεί να λειτουργήσουν ως ερεθίσματα γι' αυτό τον αναγκαίο κριτικό αναστοχασμό.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ

Επιμέλεια φακέλου, εισαγωγή Γιάννης Μπασκόζος Δημοσιογράφος
Η εποχή της μαζικής πολιτιστικής δημοκρατίας, όπως την είχε χαρακτηρίσει ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης, είναι εδώ προ πολλού. Η εξάπλωση μιας κουλτούρας του μέσου όρου σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας με την αγαστή σύμπραξη των media δρα ισοπεδωτικά και απαξιωτικά. Ο λαϊκισμός βρήκε σε αυτή την εποχή το συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο μπορούσε να αναπτυχθεί καλύτερα. Αν παλιότερα με τον όρο λαϊκισμός εννοούσαμε μόνο το πολιτικό κίνημα του ποπουλισμού (παράδειγμα ο Περόν ή ...
Κώστας Κατσουλάρης Συγγραφέας, Κριτικός Βιβλίου
Ολαϊκισμός είναι για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ό,τι είναι για τους ζωντανούς οργανισμούς οι εκφυλιστικές ασθένειες: εδράζεται στα ζωτικά όργανά της, οδηγώντας την ακόμη και σε σταδιακή παράλυση. Ο μηχανισμός είναι απλός και εξαιρετικά ισχυρός: όπως διαφαίνεται από την ίδια την ετυμολογία της λέξης, πρόκειται για την ιδεολογικοποίηση (εξ ου και «ισμός») της «θέλησης του λαού». Ο λαϊκιστής ψαρεύει στα θολά νερά της μαζικής ψυχολογίας, εμφανιζόμενος ως αυθεντικός εκφραστής ...
Χρήστος Αστερίου Συγγραφέας
Στη θεωρία του για το καρναβάλι ο Ρώσος Μιχαήλ Μπαχτίν αναφέρεται μεταξύ άλλων στις ιστορικές καταβολές του καρναβαλιού και ξεχωρίζει ορισμένα κύρια χαρακτηριστικά του: την υπέρμετρη οικειότητα που χαρακτηρίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις κατά τη χρονική διάρκεια της ισχύος του, την εκκεντρικότητα της φύσης του, την εφήμερη κατάργηση των τάξεων και των αξιωμάτων, το ανάρμοστο και βέβηλο μένος του απέναντι στην όποια καθεστηκυία τάξη, την επιβολή μιας ελευθεριάζουσας σεξουαλικής συμπεριφοράς μεταξύ των συμμετεχόντων.
Λίλα Κονομάρα Συγγραφέας
- Τελειώνεις με τις αιτήσεις, Παπαδόπουλε; - Οπου να ΄ναι, κύριε διευθυντά. Επεσε πολλή δουλειά, βλέπετε. - Θα τις έχεις έτοιμες ως την Τετάρτη; - Οπωσδήποτε, κύριε διευθυντά. Μείνετε ήσυχος. ... Καλά, άμα τις δεις εσύ την Τετάρτη, γράψε μου... Οχι θα κάτσω εγώ να σκάσω για τις κωλοαιτήσεις... Το πολύ πολύ να βάλω Ναι στις μισές και Οχι στις άλλες μισές και άσε τον Βασιλείου που γυρίζει τη Δευτέρα από την άδεια να βγάλει την άκρη. Αυτός άλλωστε δεν μας κάνει τον έξυπνο και θέλει και την αξιολόγηση; Ορίστε, λοιπόν, πάρε να ΄χεις, κύριε Βασιλείου.
Γιώργος Ξενάριος Συγγραφέας
Το οργανωμένο πλέγμα των εξουσιαστικών σχέσεων μέσα στο οποίο κινείται ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος, αυτός ο πολιτισμικός ωκεανός μέσα στον οποίο κολυμπά, ούτε ομοιογενές ούτε συμπαγές είναι. Ποικίλες αντιθετικές δυνάμεις λειτουργούν στο εσωτερικό του, φυγόκεντρες και κεντρομόλες, πραγματικές, φαντασιακές και συμβολικές, όλες όμως τείνουν να συγκλίνουν σε ένα αποτέλεσμα: στη διατήρηση της συνοχής του συστήματος. Οι δυνάμεις αυτές οφείλουν να αντλούν αυθεντία και συμβολικό ...
Σοφία Νικολαΐδου Συγγραφέας
1. Λαϊκισμός στο πιάτο «Κρητικά πιτούδια» σε πανάκριβο εστιατόριο του κέντρου: φτιάχνονται από βουλγαρικό ζυμάρι, που αγοράζεται με το κιλό, περιέχουν κινεζική ελιά σε ροδέλες, που εισάγεται με το τσουβάλι, και τηγανίζονται σε ινδονησιακό σπορέλαιο, που ανανεώνεται δύο φορές την εβδομάδα. Ο ανελέητος εστιάτορας τα ονομάζει και «πιτούδια της γιαγιάς». Τα σερβίρει σε άσπρο πιάτο και τα κοστολογεί 5 ευρώ το κομμάτι. Κρυφάκουσα φαγάδες της πυρκαϊάς να τα παινεύουν στο διπλανό τραπέζι.

Χρήστος Χρυσόπουλος Συγγραφέας και Δοκιμιογράφος
Ας αρχίσουμε από ετούτη την τριπλή διάκριση: 1) ο λαϊκισμός δεν εμφανίζεται ποτέ αυτούσιος, αλλά συνυφαίνεται με γενικότερες κοινωνικές υστερήσεις, 2) ο λαϊκισμός δεν είναι αφηρημένο φαινόμενο, αλλά ρητορικό στρατήγημα που εκφέρεται από συγκεκριμένες πηγές, 3) ο λαϊκίστικος λόγος δεν είναι επικίνδυνος λόγω της απατηλής ρητορικής του, αλλά επειδή αποσιωπά τους «άλλους» λόγους. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος στην ομιλία και- βεβαίως - η ανατροπή των συγκεκριμένων αντικειμενικών συνθηκών.
Απαγορεύεται η νοσταλγία
Τίτος Πατρίκιος Ποιητής
Αναρωτιόταν ο ποιητής Γ.: «Αραγε τι θα λένε οι επόμενες γενιές για μας;» Ο νεότερος φίλος του Ε., που θαύμαζε τα ποιήματά του, προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Ομως εκείνος συνέχισε: «Τίποτα. Ή στην καλύτερη περίπτωση τίποτα το σπουδαίο». «Μου κάνει εντύπωση, έλεγε ο Β. στον φίλο του τον Ν., πόσο οι περιθωριακοί αντιστέκονται στο να ενταχθούν». «Ρε φίλε, τους έχεις για τρελούς;» του παρατήρησε ο Ν. «Είναι η μόνη υπεροχή που έχουν. Γιατί να τη χάσουν;».

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Κρίση και πολιτισμός


Τι αντίκτυπο μπορεί να έχει η οικονομική κρίση που διανύουμε στον πολιτισμό; Αναπόφευκτα θα έχει επίπτωση στην τσέπη του κοινού, στα ταμεία των πολιτιστικών φορέων, στη διάθεση υποστήριξης της πολιτείας και των χορηγών, συμπεραίνουν έξι γνωστοί δημιουργοί και πανεπιστημιακοί. Ωστόσο, οι ουσιαστικές αξίες θα μείνουν ανεπηρέαστες. Ισως η κρίση οδηγήσει στην αφύπνιση, αν λάβουμε υπόψη τα ιστορικά παραδείγματα.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 19/10/2008

http://www.perizitito.gr/images/A/11357.jpg

ΜΥΡΣΙΝΗ ΖΟΡΜΠΑ

Διδ. Πολιτισμικής Θεωρίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο

Εχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από την ηρωική εκείνη εποχή στην οποία κυριαρχούσε το διανοητικό σχήμα βάση-εποικοδόμημα.

Κι όμως, αυτό το διανοητικό σχήμα, ενός καθρέφτη που αντανακλά στην κουλτούρα ό,τι συμβαίνει στην οικονομία, είναι ακόμη για πολλούς ο βασικός τρόπος να σκέφτονται τον πολιτισμό μέσα από τα δίπολα: ο κόσμος των αναγκών και ο κόσμος των ιδεών και των τεχνών που του αντιστοιχεί.

Σήμερα, καθώς βιώνουμε καθημερινά την «υπέρογκη διαστολή» της πολιτισμικής σφαίρας, έχουμε απορρίψει αντιλήψεις που λένε ότι η κουλτούρα είναι αντανάκλαση, παράρτημα ή θεραπαινίδα της οικονομίας. Η κουλτούρα είναι στον ίδιο βαθμό πραγματική όσο και η οικονομία. Το πεδίο του πολιτισμού γίνεται πλέον αντιληπτό ως ένα πεδίο που προσφέρει το ίδιο ερμηνείες στα κοινωνικά φαινόμενα.

Τι είναι, επομένως, σήμερα η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αν όχι η κρίση της κουλτούρας και του Λόγου του νεοφιλελευθερισμού και μαζί του κόσμου των τραπεζών, της ελεύθερης διακίνησης των άγρια κερδοσκοπικών κεφαλαίων, του καταναλωτισμού, της δίψας του κέρδους;

Εκτός από τους κινδύνους για τις αποταμιεύσεις μας και την απειλή της ανεργίας, της φτώχειας, του πληθωρισμού, η παραπάνω κρίση αποκαλύπτει με τον πιο σαφή τρόπο το πεδίο ενός πολιτισμικού πολέμου, μπροστά στον οποίο η σύγκρουση των πολιτισμών μοιάζει περιορισμένης εμβέλειας εχθροπραξία.

Διαβάζοντάς την ως διευρυμένη και ανεξέλεγκτη πολιτισμική σύγκρουση, που βάζει σε κίνδυνο τους ως τώρα γνωστούς ρυθμιστικούς κανόνες των κοινωνιών, αρχίζουμε να διακρίνουμε σιγά-σιγά τις επιπτώσεις στη δημόσια κουλτούρα και την πολιτισμική πολιτική. Επιπτώσεις που σχετίζονται με τις ταυτότητες, τα δικαιώματα, τους πολιτισμικούς θεσμούς, τις παγκόσμιες ροές, τις πολιτισμικές ανισότητες, τον πλουραλισμό, την καταναλωτική κουλτούρα -με όλα αυτά που αποτελούν το λόγο ύπαρξης της πολιτικής.

Αν η πολιτική δεν μπορεί να προσφέρει εγγυήσεις, να επιβάλει κανόνες στην οικονομία προς όφελος της κοινωνίας, τότε η είσοδος σε μια νέα πολιτισμική εποχή είναι ήδη εδώ. Και δεν θα κριθεί, βέβαια, από το αν θα πηγαίνουμε λιγότερες ή περισσότερες φορές στο σινεμά την εβδομάδα.

ΡΟΒΗΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ

Σκηνοθέτης

Την κρίση την αντιμετωπίζω με ψυχραιμία. Εμείς οι παλιοί έχουμε ζήσει πολύ χειρότερα. Οι καινούριες γενιές την πληρώνουν κάθε φορά, ως παρθένες και άπειρες. Εμείς δεν είχαμε ούτε καταθέσεις ούτε πιστωτικές κάρτες. Ούτε προϊόντα της παρακμής, όπως σήμερα. Απαισιοδοξίας ναι. Στο δυτικό φυλλοκάρδι. Στο ανατολικό, υπέρμετρη αισιοδοξία. Και είχαμε στις αποθήκες μας ποίηση (Τ. Σ. Ελιοτ, Εζρα Πάουντ, Σεφέρη), μυθιστόρημα (Στάινμπεκ, Κόλντγουελ, Φόκνερ, Χάμσουν, Οργουελ), θέατρο (Μίλερ, Ουίλιαμς, Μπέκετ, Ιονέσκο). Οσο για το σινεμά, αυτό και αν άνθησε καλλιτεχνικά και οικονομικά, μετά το κραχ του 1929.

Υστερα από κάθε κρίση ακολουθεί μια έξαρση ηδονικής ζωής και κουλτούρας για να επουλωθούν οι πληγές. Θυμηθείτε τη δεκαετία του '20 και το αμόκ του τσάρλεστον. Στη Γερμανία η οικονομική ύφεση οδήγησε στον φασισμό και τελικά σ' έναν παγκόσμιο πόλεμο.

Οι οικονομικές κρίσεις όμως ξυπνάνε τον κατεστημένο καλλιτέχνη από το λήθαργό του. Θυμηθείτε το κίνημα του υπερρεαλισμού. Αλλά και της εσωστρέφειας.

Οταν σπούδαζα στην Αμερική, ο Τζον Κέιτζ έδωσε στον πιανίστα Ντέιβιντ Τιούντορ να «παίξει» το διάσημο από τότε έργο του «4'33''». Ο Τιούντορ άνοιξε το πιάνο, έμεινε ακίνητος και ύστερα από 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα το έκλεισε! Αυτό ήταν το έργο. Μια σιωπή, κατά την οποία ακούγονταν οικείοι ήχοι. Αναπνοές, θρόισμα ρούχων... Ενα είδος δημιουργικής «απεργίας» στην τέχνη. Από οικονομία έχω μεσάνυχτα, αλλά ο καπιταλισμός εδώ μου κάθεται. Το μόνο ευτύχημα σήμερα είναι ότι ο ιός που του μπήκε θα εκραγεί σύντομα. Και όσο πιο ηχηρό είναι το big bang τόσο πιο δημιουργικά θα ξυπνήσει η κουλτούρα της αύριον. Τόσο η μαζική όσο και η περιθωριακή. Οσο για την αγορά των εικαστικών τεχνών, αυτή ήδη αποτελεί απάντηση στον πληθωρισμό.

ΒΑΣ. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Σκηνοθέτης

Λογικό είναι ν' αναρωτιέται κανείς όχι μόνο για την ίδια τη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά και για τις επιπτώσεις της όταν μεταφερθεί στο χώρο της πραγματικής οικονομίας, άρα και στη σφαίρα κατανάλωσης πολιτιστικών αγαθών. Η πίεση πάνω στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα θα είναι μεγάλη και ο βιβλιόφιλος, για παράδειγμα, που αγόραζε είκοσι βιβλία τον χρόνο, αναπόφευκτα θ' αρκεστεί σε λιγότερα.

Σ' ό,τι αφορά την πολιτιστική παραγωγή, βρισκόμαστε σ' ένα σημείο καμπής του συστήματος που απαιτεί έναν ανασχεδιασμό της δημόσιας πολιτικής για τις τέχνες και τον πολιτισμό.

Το πολιτικό μομέντουμ υπαγορεύει μια νέα οριοθέτηση της παρέμβασης του κράτους -κάτι που είδαμε ήδη να συμβαίνει στη μητρόπολη του καπιταλισμού, εκεί όπου μέχρι πρότινος το κράτος αναθεματιζόταν. Σε χώρες δε σαν τη δική μας, όπου σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές, τέτοιους είδους πολιτικές εφαρμόζονται... στο περίπου, υπό μορφήν «συσσιτίου», ο ανασχεδιασμός πρέπει να είναι ριζικός.

ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Συγγραφέας

Για την κοινωνία κατ' αρχήν, μόνο αρνητικές θα είναι οι επιπτώσεις της υποβόσκουσας οικονομικής κρίσης, με διαφορετικό ωστόσο βάρος για το κάθε κοινωνικό στρώμα.

Δεν προσδοκώ να εμβαθύνουν στα αίτια της κρίσης, ούτε να αποκτήσουν υπαρξιακές αγωνίες όσοι ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για παρόμοια ζητήματα, απ' όποιο στρώμα κι αν προέρχονται.

Προσωπικά δεν μπορώ πια να δω καμιά κρίση σαν «μαμή της ιστορίας», και να ναρκωθώ από μιαν αφελή αισιοδοξία. Ανεργία, υποβάθμιση ζωής, φτώχεια, έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, φτώχεια, πόλεμοι παντού στον κόσμο, αυτά είναι λίγα από τα αναμενόμενα.

Για την τέχνη τα πράγματα είναι χειρότερα. Δεν θα περισσεύει πλέον χρήμα στον κορβανά εκείνων που αντιλαμβάνονταν την τέχνη σαν διακοσμητικό στοιχείο του νεοπλουτισμού τους, έστω σαν μια εφικτή φυγή από τη μονοτονία της ζωής τους. Οι υπόλοιποι κάτι θα στερούνται για να μην στερηθούν το οξυγόνο της τέχνης, όπως πάντα.

Οσο για τους λογοτέχνες, και μιλώ κυρίως για τη γενιά μου, έχουμε αντιμετωπίσει στη ζωή μας πολύ πιο δύσκολες περιστάσεις, επιβιώσαμε με καθαρό το μέτωπο, κι αυτό μας δίνει εσωτερική δύναμη. Και κανείς μας δεν έγραψε, ούτε γράφει -πιστεύω- για το χρήμα, παρ' όλο που ταλανιζόμαστε από ποικίλα οικονομικά προβλήματα.

Μόνο, λοιπόν, τα προβλήματα του κλάδου μας δεν θα λυθούν, εμείς όμως σαν δημιουργοί δεν αλλάζουμε με την όποια κρίση.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΣ

Διευθυντής Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου

Κάθε οικονομική κρίση επηρεάζει και τον πολιτισμό. Στο κοινό η οικονομική κρίση επιδρά άμεσα και έμμεσα, καθώς οι πολίτες προτιμούν να καλύψουν τις επείγουσες βιοτικές ανάγκες και βάζουν σε δεύτερη μοίρα τις επισκέψεις σε μουσεία, την παρακολούθηση θεατρικών ή μουσικών γεγονότων.

Ταυτόχρονα, το κράτος γίνεται φειδωλό σε κάθε προσπάθεια ενίσχυσης των πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Οι ίδιοι οι πολιτιστικοί οργανισμοί βιώνουν την κρίση εφόσον δεν έχουν επαρκή χρηματοδότηση για να αναπτύξουν το πρόγραμμά τους. Αν αναλογιστεί κανείς ότι μεγάλο μέρος των πολιτιστικών δραστηριοτήτων γίνεται πλέον με χορηγίες, είναι σαφές ότι οι τράπεζες και οι εταιρείες, που άλλες φορές συνεισέφεραν στην ενίσχυση των πολιτιστικών φορέων, γίνονται κι αυτές φειδωλές.

Τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης στον πολιτισμό θα γίνουν πιο έντονα και εμφανή το επόμενο διάστημα. Αυτό θα το διαπιστώσουν και τα μουσεία. Επομένως, είναι και μια αφορμή να ξαναδούν τα μουσεία το θέμα των δραστηριοτήτων τους, χωρίς μεγάλες παραγωγές, αλλά αξιοποιώντας το ιδιαίτερο και θαυμάσιο υλικό που έχουν. Μπορούμε να δούμε εξαιρετικά πράγματα με μια διαφορετική πολιτική στην πολιτιστική παραγωγή.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Πανεπιστημιακός

Μια μεγάλη κρίση όπως αυτές του 19ου αιώνα ή του 1930 είναι η στιγμή που αποδεικνύονται εύθραυστες και καταρρίπτονται όλες οι αξίες, ενώ αναγεννιούνται νέες. Στις μέρες μας είχε δημιουργηθεί μια εικονική πραγματικότητα που τώρα καταρρέει και φαίνεται η αλήθεια. Αυτό εμπνέει την τέχνη και τη λογοτεχνία.

Αλλωστε, οι μεγάλοι συγγραφείς, ο Μπαλζάκ, ο Φλομπέρ, ο Γκι ντε Μοπασάν, ο Μαλαρμέ, ο Μποντλέρ βγήκαν σε στιγμές μεγάλης κρίσης και μίλησαν με τη γλώσσα της πραγματικότητας. Το ίδιο και οι εκπρόσωποι των εικαστικών ρευμάτων του συμβολισμού και του εξπρεσιονισμού.

Στην Ελλάδα, ο Καβάφης, ο Παπαδιαμάντης, ο Καρυωτάκης και αργότερα η γενιά του '30, ο Τερζάκης, ο Θεοτοκάς βγήκαν σε στιγμές που κατέρρεε η ιδεολογία και έκαναν σωστή κριτική στον κόσμο του χρήματος, της κερδοσκοπίας και των παραγώγων της. Μίλησαν από την πλευρά του πραγματικού, όχι του πλασματικού ανθρώπου.

Από το 1980, με τον λεγόμενο αυτοανακηρυγμένο νεοφιλελευθερισμό μας είχαν σερβίρει το παραμύθι κάποιας εικονικής πραγματικότητας που στηριζόταν στη λατρεία των επιτυχημένων στο χρηματιστήριο. Οποιος δεν «έπαιζε», δεν ήταν επιτυχημένος. Τώρα επανερχόμαστε στις αξίες της εργασίας και της παραγωγής, όπου κι εκεί μπορεί να χάσεις, όχι όμως με τον τζόγο.

Βιώνουμε ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός. Στο παρελθόν είχε γίνει αναγέννηση μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Γιατί όχι και τώρα; Οι καλλιτέχνες έβλεπαν τα πράγματα καθαρά, όμως δεν τα έβλεπε ο κόσμος. Τώρα, που η εικονική πραγματικότητα διαλύεται, τα βλέπει και ο κόσμος.

Οταν η Fannie με την Freddie έκαναν αταξίες


ΤΗΣ IBRAHIM WARDE*

Η κρίση των στεγαστικών δανείων, στην οποία οφείλεται η καταιγίδα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, είχε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια απρόσμενη εξέλιξη, με την υπαγωγή των Freddie Mac και Fannie Mae υπό τον έλεγχο του κράτους. Οι δύο αυτοί οργανισμοί -χαρακτηριστικά παραδείγματα του χρηματοοικονομικού παραλογισμού - κάλυπταν το 45% όλων των αμερικανικών στεγαστικών δανείων.

ΣΠΥΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ
Για να σωθούν από το ναυάγιο, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών δέχτηκε, στις αρχές Σεπτεμβρίου, να τους ενισχύσει με 200 δισ. δολάρια. Πρόκειται για μια γιγάντια εθνικοποίηση που σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια νέα εποχή.

Στο εξής, τα Σαββατοκύριακα των ηγετών του χρηματοοικονομικού κλάδου θα είναι ιδιαίτερα φορτωμένα - καθώς αυτές ακριβώς τις ημέρες της εβδομάδας συνηθίζουν να επιλύουν τις μεγάλες χρηματοοικονομικές κρίσεις και ιδού γιατί.
Την Παρασκευή, μετά το κλείσιμο της Γουόλ Στριτ, τα αφεντικά των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων επιδίδονται σε μαραθώνιες συνεδριάσεις, από τις οποίες εξαρτάται η τύχη διαφόρων επιχειρήσεων του κλάδου. Οι αποφάσεις πρέπει να έχουν ληφθεί έως το βράδυ της Κυριακής, πριν από το άνοιγμα των ασιατικών χρηματιστηρίων. Στη συνέχεια, οι ιθύνοντες του χρηματοικονομικού τομέα οφείλουν να παρακολουθούν την ετυμηγορία των αγορών, των ασιατικών στην αρχή, των ευρωπαϊκών στη συνέχεια και, τέλος, της αμερικανικής. Αμέσως μετά, θα αρχίσει η συζήτηση για τους κερδισμένους και τους χαμένους των μεγάλων ελιγμών του Σαββατοκύριακου.
Το πρωί της Δευτέρας, οι καταθέτες και οι φορολογούμενοι ανακαλύπτουν τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον χρηματοοικονομικό πλανήτη. Για παράδειγμα, στις 15 Σεπτεμβρίου έμαθαν ότι, καθώς δεν εμφανίστηκε αγοραστής για τη Lehman Brothers, η πέμπτη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα στον κόσμο τέθηκε σε εκκαθάριση· έμαθαν, επίσης, ότι η Bank of America απορροφά τον γίγαντα του χρηματομεσιτικού τομέα Merrill Lynch και ότι έχει δρομολογηθεί η σωτηρία της American International Group (AIG), της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας στον κόσμο.
Αλλά και το αμέσως προηγούμενο Σαββατοκύριακο ήταν επίσης πλούσιο σε εκπλήξεις: Την Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου, έπειτα από μία εβδομάδα στην οποία κυριάρχησε η είσοδος στο προσκήνιο της Σάρα Πέιλιν, της κυβερνήτριας της Αλάσκα και απρόσμενης υποψήφιας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για την αντιπροεδρία, ο Χένρι Πόλσον, ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών, ανήγγειλε ότι τέθηκαν υπό τον έλεγχο του κράτους οι δύο γίγαντες των ενυπόθηκων δανείων, η Federal National Mortgage Association (Fannie Mae) και οι τράπεζες Federal Home Loan Mortgage Corporation (Freddie Mac).
Η Σάρα Πέιλιν είχε προκαλέσει ενθουσιασμό στους κόλπους του συντηρητικού κινήματος ξεσπαθώνοντας εναντίον της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, τη στιγμή που η τελευταία ετοίμαζε τη μεγαλύτερη κρατικοποίηση στην ιστορία του τομέα.
Οι αρχές που διέπουν τα ενυπόθηκα δάνεια αμερικανικού τύπου ανατρέχουν στην εποχή του New Deal(1). Το 1938, δημιουργήθηκε η ομοσπονδιακή υπηρεσία National Mortgage Association of Washin-gton, με στόχο τη διευκόλυνση της απόκτησης ακίνητης περιουσίας από τη μεσαία τάξη και αυτό τον τρόπο την τόνωση του κατασκευαστικού τομέα σε ολόκληρη τη χώρα.
Η ιδιωτικοποίηση του οργανισμού, ο οποίος στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Fannie Mae, δεν οφειλόταν κατά κύριο λόγο σε ιδεολογικές απόψεις για την οικονομία. Πράγματι, η εισαγωγή του στο χρηματιστήριο αποφασίστηκε από τον Λίντον Τζόνσον το 1968 για να εξασφαλιστούν τα κονδύλια που ήταν αναγκαία για τη χρηματοδότηση του πολέμου στο Βιετνάμ.
Δύο χρόνια αργότερα, για να τερματιστεί το μονοπώλιο της Fannie Mae, το Κογκρέσο αποφάσισε τη δημιουργία της Freddie Mac, η οποία εισήχθη με τη σειρά της στο χρηματιστήριο το 1989.

Ο Χένρι Πόλσον με το «σχέδιο σωτηρίας» στο χέρι. Χρειάστηκαν όμως πολύ περισσότερα για το ντόμινο των στεγαστικών δανείων.
Τα δύο αυτά ιδιωτικά ιδρύματα υπήχθησαν σε ένα ιδιαίτερο νομικό καθεστώς ως Government-Spon-sored Entities (GES), το οποίο τους επέτρεψε να απολαμβάνουν πιστώσεις εγγυημένες από το κράτος, καθώς και χρηματοδότηση με εξαιρετικά ευνοϊκά επιτόκια.

Η αποστολή των αδελφών Fannie Mae και Freddie Mac συνίστατο στο να προσφέρουν ρευστότητα στην αγορά της στεγαστικής πίστης, είτε εγγυώμενες τα δάνεια, είτε αγοράζοντάς τα από τις άλλες τράπεζες.
Ταυτόχρονα, τα αμερικανικά νοικοκυριά ενθαρρύνονταν να δανειστούν, καθώς είχε θεσπιστεί η έκπτωση των τόκων των στεγαστικών δανείων από το φορολογητέο εισόδημα των δανειοληπτών.
Η Fannie Mae και η Freddie Mac χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητές τους με την έκδοση τίτλων που ήταν γνωστοί ως Residential Mor-tgage-Backed Securities (RMBS). Οι επενδυτές από την πλευρά τους τις προτιμούσαν, δεδομένου ότι η αμερικανική κυβέρνηση τους προσέφερε την -έμμεση- εγγύησή της.

Αν και ο κύκλος εργασιών των δύο εταιρειών αυξανόταν κάθε χρόνο με ταχύ ρυθμό, εκτινάχθηκε στα ύψη όσο προχωρούσε η απορύθμιση του χρηματοοικονομικού συστήματος στις ΗΠΑ.
Το 1990 και οι δύο μαζί κατείχαν πιστώσεις αξίας 740 δισ. δολαρίων. Το ποσό έφτασε τα 1,25 τρισεκατομμύρια το 1995, ξεπέρασε τα 2 τρισ. το 1999 και τα 4 τρισ. το 2005. Την παραμονή της κρατικοποίησής τους, μάλιστα, το χαρτοφυλάκιό τους ανερχόταν στα 5,4 τρισ. (3,8 τρισ. ευρώ). Δηλαδή έφθανε στο 45% του ενεργητικού των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ.

Εξάλλου, οι δύο εταιρείες στήριζαν το 97% των τίτλων που ήταν δομημένοι πάνω σε ενυπόθηκα δάνεια. Η ραγδαία αύξηση που περιγράψαμε οφειλόταν τόσο στη φούσκα των ακινήτων της περιόδου 2001-2006, όσο και στην πρόοδο που παρατηρήθηκε στην εξέλιξη των χρηματοοικονομικών τεχνικών των τραπεζών.
Χωρίς αμφιβολία, ο αρχιτέκτονας της αλματώδους αύξησης των τιμών των ακινήτων και ένας από τους θερμότερους οπαδούς της υιοθέτησης καινοτομιών στον χρηματοοικονομικό τομέα υπήρξε ο Αλαν Γκρίνσπαν, ο οποίος διηύθυνε επί 19 χρόνια την αμερικανική Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα και τον οποίο οι χρηματοοικονομικοί κύκλοι είχαν ανακηρύξει -σχεδόν ομόφωνα- μεγάλο «μαέστρο»(2).
Οι διαδοχικές δηλώσεις του καθοδηγούσαν την πρακτική που όφειλε να υιοθετήσει η χρηματοοικονομική σφαίρα.

-Το 2002 εκτιμούσε ότι «καμία πολιτική δεν ήταν σε θέση να ανακόψει τη διόγκωση της χρηματοοικονομικής φούσκας», τη στιγμή ακριβώς που ο ίδιος την τροφοδοτούσε με την πολιτική μείωσης των επιτοκίων την οποία υπαγόρευε και ταυτόχρονα ακολούθησε.

-Το 2004 δήλωσε ότι «η σοβαρή μείωση των δραστηριοτήτων της κτηματαγοράς στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ελάχιστα πιθανή, λόγω του μεγέθους και της ποικιλομορφίας της». Το 2005 πρόσθεσε: «Στην περίπτωση που υπάρξει μείωση της τιμής των κατοικιών, δεν θα έχει σοβαρές μακροοικονομικές συνέπειες».

-Την ίδια χρονιά, εκτιμούσε ότι «τα ολοένα πολυπλοκότερα χρηματοοικονομικά εργαλεία έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη ενός πολύ πιο ευέλικτου, αποτελεσματικότερου και περισσότερο στέρεου χρηματοοικονομικού συστήματος, σε σύγκριση με εκείνο που υπήρχε πριν από 25 χρόνια».

-Το 2006, την παραμονή του σπασίματος της φούσκας των ακινήτων -κι ενώ δεν ήταν πλέον το αφεντικό της Fed- προχώρησε στην εκτίμηση ότι «οι χειρότερες στιγμές της πτώσης της τιμής των ακινήτων αποτελούν πλέον παρελθόν»(3).

Παρόμοιες δηλώσεις είχαν ως αποτέλεσμα να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις σε μετοχές και ομόλογα των Fannie Mae και Freddie Mac, οι οποίες γνώρισαν τότε πρωτοφανή αύξηση του κύκλου εργασιών και των κερδών τους. Ωστόσο, η χρυσή εποχή είχε κηλιδωθεί από πολλά σκάνδαλα και στις δύο τράπεζες .
Το 2004, η πρώτη κατηγορήθηκε ότι είχε «εξωραΐσει» τον ισολογισμό της, έτσι ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση ακόμα πιο πλουσιοπάροχων μπόνους. Τα τρία κορυφαία στελέχη της αναγκάστηκαν να παραιτηθούν και να πληρώσουν πρόστιμο 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Ενώ το 2006, η δεύτερη καταδικάστηκε να πληρώσει πρόστιμο 3,8 εκατομμυρίων δολαρίων εξαιτίας του παράνομου λόμπι που είχε δημιουργήσει για να επιτύχει ευνοϊκή μεταχείριση από τα μέλη του Κογκρέσου, που ήταν επιφορτισμένα με την εποπτεία των δραστηριοτήτων της.

Οι περίεργοι γίγαντες

Το υβριδικό καθεστώς των δύο γιγάντων της αγοράς ενυπόθηκων δανείων τους επέτρεπε να επωφελούνται από τη σύγχυση που δημιουργούσε η διπλή τους φύση. Αν και η αποστολή τους είχε κοινωνικό χαρακτήρα (να επιτρέψουν στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πολιτών να αποκτήσει ακίνητη περιουσία), επεδίωκαν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη των μετόχων τους, κι ακόμα περισσότερο, τις απολαβές των ηγετικών στελεχών τους. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι οι ετήσιες αποδοχές καθενός από τους διευθύνοντες συμβούλους της Fannie Mae και της Freddie Mac ανέρχονταν στα 70 εκατομμύρια δολάρια.
Επιπλέον, οι δύο εταιρείες είχαν αποκτήσει τεράστια πολιτική επιρροή. Φάνηκαν δε εξαιρετικά γενναιόδωρες απέναντι στα μέλη του Κογκρέσου -και των δύο κομμάτων- τα οποία επαναλάμβαναν αδιάκοπα πόσο επείγον ήταν να χαλαρώσουν οι «αγκυλώσεις» του νομοθετικού πλαισίου. Το αποτέλεσμα ήταν να χαλαρώσουν οι κανόνες της προληπτικής εποπτείας που ίσχυαν θεωρητικά και να επικρατήσει αδιαφάνεια στη σύσκεψη δανείων.

Κατά παράδοξο τρόπο, όταν, τον Αύγουστο του 2007, ξέσπασε η κρίση των subpri-mes, (στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου) όλοι θεωρούσαν εύλογο να υποστηρίζουν ότι η θύελλα δεν θα άγγιζε τη Fannie Mae και τη Freddie Mac. Η αύξηση του κύκλου εργασιών τους συνεχιζόταν και οι «αγορές» δεν έδιναν την παραμικρή σημασία στις ανωμαλίες της λειτουργίας των δυο αυτών τραπεζών.

Κι ενώ αυξανόταν σε επικίνδυνο βαθμό ο αριθμός των νοικοκυριών που αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, οι φορείς εποπτείας έκαναν ακόμα περισσότερες παραχωρήσεις στους δύο γίγαντες των ενυπόθηκων δανείων.

Στις 19 Μαρτίου του 2008 (τρεις ημέρες μετά τη σωτηρία -την τελευταία στιγμή- της τράπεζας Bear Stearns), το υπουργείο Οικονομικών, με το πρόσχημα της αναχαίτισης της πτώσης των τιμών των ακινήτων και της σταθεροποίησης των αγορών, επέτρεψε στις Fannie Mae και Freddie Mac να μειώσουν κατά ένα τρίτο τα κεφάλαια τα οποία όφειλαν να διαθέτουν για να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει. Να επρόκειτο, άραγε, για τύφλωση ή για παραπληροφόρηση;
Σε όσους έβλεπαν σε αυτή την ενέργεια ένα βήμα προς τη διάσωση από το κράτος, ο Τζέιμς Λόκχαρτ, ο διευθυντής του φορέα εποπτείας των δύο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, απαντούσε: «Δεν τίθεται θέμα διάσωσης, είναι παραλογισμός. Αυτές οι εταιρείες είναι υγιείς και στέρεες και θα εξακολουθήσουν να είναι».

Τελικά, η συσσώρευση ζημιών διέψευσε τα αισιόδοξα σενάρια των οικονομικών αναλυτών(4). Τότε, λοιπόν, άρχισαν να εξετάζουν κάθε λεπτομέρεια της λειτουργίας αλλά και των δυσλειτουργιών του συστήματος χορήγησης ενυπόθηκων δανείων. Κι οι «αγορές» αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι η κατάσταση συνοψιζόταν στα εξής προφανή: η αξία των τίτλων subprimes που κατείχαν η Fannie Mae κι η Freddie μειωνόταν διαρκώς, ο αριθμός των αφερέγγυων δανειοληπτών αυξανόταν, η πτώση των τιμών στην κτηματαγορά συνεχιζόταν και οι φόβοι ότι θα επακολουθήσει οικονομική ύφεση πύκνωναν.

Πολιτική παρέμβαση

Καθώς ήταν επείγον να βρεθεί μια λύση, η εκτελεστική εξουσία διαπραγματεύτηκε με το Κογκρέσο. Το υπουργείο Οικονομικών εξουσιοδοτήθηκε τότε να πραγματοποιήσει μαζικές αγορές τίτλων που είχαν εκδώσει οι δύο τράπεζες (Fannie Mae και Freddie Mac), να τους χορηγήσει δάνεια και επιπλέον να αποκτήσει, στο όνομα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, συμμετοχή στο κεφάλαιο των εταιρειών.

Σε αντάλλαγμα, θα αυξανόταν ο έλεγχος των οργανισμών εποπτείας. Κατά τη διάρκεια δημόσιας ακρόασης, ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Τζιμ Μπάνιγκς απευθύνθηκε στον υπουργό Οικονομικών με τα εξής λόγια: «Οταν άνοιξα την εφημερίδα μου χτες, νόμισα πως ξύπνησα στη Γαλλία(5). Ομως, δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αντίθετα, απ' ό,τι φαίνεται, ο σοσιαλισμός επικρατεί τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Στις 30 Ιουλίου, ο νόμος ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία και κυρώθηκε αμέσως από τον πρόεδρο Μπους.
Αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκής: Μέσα σε δώδεκα μήνες, οι ζημίες που κατέγραψαν η Fannie Mae και η Freddie Mac έφτασαν τα 14 δισ. δολάρια, ενώ η αξία των μετοχών τους υποχώρησε περισσότερο κι από το 90%. Ταυτόχρονα, οι ανάγκες τους για κεφάλαια αυξάνονταν διαρκώς: μεταξύ άλλων, έπρεπε να αποπληρώσουν χρέη 1,6 τρισ. δολαρίων, από τα οποία τα 230 δισ. επρόκειτο να καταστούν ληξιπρόθεσμα στα τέλη Σεπτεμβρίου. Επιπλέον, αντιμετώπιζαν μεγάλο κίνδυνο: οι κεντρικές τράπεζες της Ασίας, της Ευρώπης και της Ρωσίας απειλούσαν να σταματήσουν να αγοράζουν τους τίτλους τους(6).

Ετσι, η αμερικανική κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πλέον άλλη επιλογή. Η πτώχευση των ακρογωνιαίων λίθων στους οποίους στηριζόταν το αμερικανικό σύστημα χορήγησης ενυπόθηκων δανείων ήταν αδιανόητη. Οσο αδιανόητη ήταν, από πολιτική άποψη, και η διάσωσή τους από τα κρατικά επενδυτικά σχήματα χωρών της Ασίας ή της Μέσης Ανατολής. Το μόνο που απέμενε ήταν η κρατικοποίησή τους, έστω κι αν αυτή η λέξη -φορτισμένη με αρνητική σημασία- δεν ειπώθηκε ποτέ. Εγινε απλώς λόγος για κρατική κηδεμονία (conservator-ship).

Η απόφαση παρουσιάστηκε από το υπουργείο Οικονομικών ως «ο καλύτερος τρόπος για να προστατευθούν οι αγορές μας και οι φορολογούμενοι από τον συστημικό κίνδυνο που δημιουργεί η παρούσα κατάσταση του χρηματοοικονομικού συστήματος».

Η πολιτική ηγεσία -συμπεριλαμβανομένων και των υποψηφίων Μπάρακ Ομπάμα και Τζον Μακέιν- και οι οικονομικοί κύκλοι χαιρέτησαν την απόφαση. Οι ηγεσίες των κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής άφησαν να διαφανεί η ανακούφισή τους. Ο Ζαν Κλοντ Τρισέ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), μίλησε «για μια πολύ σημαντική και καλοδεχούμενη απόφαση». Ακόμη και οι συντηρητικοί κύκλοι, οι οποίοι συνηθίζουν να κατακεραυνώνουν οτιδήποτε έχει σχέση με την παρέμβαση του κράτους, δήλωσαν ότι η απόφαση ήταν λυπηρή μεν, αναγκαία δε.

Μάλιστα, ορισμένοι δεν παρέλειψαν να υπενθυμίσουν ότι οι δυσλειτουργίες των δύο ιδρυμάτων οφείλονταν στον ημιδημόσιο χαρακτήρα τους.

Ωστόσο, το ακριβές περιεχόμενο της κρατικοποίησης που δεν θέλει να παρουσιάζεται ως τέτοια παραμένει θολό.
Τι θα γίνει μετά το time out που σφύριξε ο Πόλσον; Θα ακολουθήσει η δημιουργία ενός ή δύο κρατικών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων; Η θα ιδιωτικοποιηθούν ξανά;

Εξακολουθούν δε, να βρίσκονται σε εκκρεμότητα σημαντικά ερωτήματα, ενώ οι λεπτομέρειες που ενδέχεται να προκαλέσουν την ανησυχία των φορολογούμενων (ιδιαίτερα το κόστος διάσωσης) αφήνονται γι' αργότερα. Πρόκειται για ένα ακόμη δώρο που θα κληροδοτήσει ο Τζορτ Μπους στον διάδοχό του.
1. Πρόκειται για τα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα που ελήφθησαν στις ΗΠΑ μεταξύ 1933-1939, την εποχή της προεδρίας του Φραγκλίνου Ντελάνο Ρούσβελτ, για να αντιμετωπιστούν οι καταστροφικές συνέπειες της κρίσης του 1929.
2. Βλέπε Bob Woodward, Maestro: Greenspan's Fed and the American Boom, Simon & Schuster, Νέα Υόρκη 2000. Βλέπε επίσης «Aux sources d' un mythe: Μ. Greenspan et les quarante valeurs», «Le monde diplomatique», Μάρτιος 2001.
3. Για περισσότερο πρόσφατα σχόλια βλέπε Alan Greenspan, «Repel the calls to contain competitive markets», «Financial Times», Λονδίνο, 4 Αυγούστου 2008.
4. Charles Duhing, «Fannie Mae wins cheers despite loss», «The New York Times», 7 Μαΐου 2008.
5. (ΣτΜ) Η Γαλλία, στην οποία υπάρχει ουδετεροθρησκεία, μαχητικά συνδικάτα, έντονος κρατικός παρεμβατισμός και σημαντικός δημόσιος τομέας -παρά τις διαρκείς προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών για το ξήλωμα των τελευταίων- θεωρείται από πολλούς συντηρητικούς Αμερικανούς «σοσιαλιστική» χώρα. Πόσω μάλλον που ακόμα και η γκολική δεξιά εξέφραζε έντονες κρατικιστικές αντιλήψεις.
6. Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας έχει αγοράσει τίτλους αυτών των δύο ιδρυμάτων αξίας 395,9 δισ. δολαρίων, της Ιαπωνίας 228,2 δισ., της Ρωσίας 75,3 δισ., της Νότιας Κορέας 63 δισ. και της Ταϊβάν 54,9 δισ.
* Καθηγητής στο πανεπιστήμιο Tufts (Μέντφορντ, Μασαχουσέτη). Συγγραφέας του «Propagande imperiale & guerre financiere contre le terrorisme», Agone - «Le Monde diplomatique», Μασσαλία-Παρίσι, 2007.
LE-MONDE - 19/10/2008